πολίτικος
See also: πολιτικός
Greek
Etymology
Adjectival form of Πόλη (Póli), short for Κωνσταντινούπολη (Konstantinoúpoli)
Adjective
πολίτικος • (polítikos) m (feminine πολίτικη, neuter πολίτικο)
- Constantinopolitan
- evocative of the style or spirit of Constantinople (Istanbul)
- Πολίτικοι μεζέδες περιμένουν να τους απολαύσετε.
- Istanbul-style mezes are waiting to be enjoyed.
- Πολίτικοι μεζέδες περιμένουν να τους απολαύσετε.
Usage notes
The word is sometimes spelled with an initial capital, like the proper name Πόλη (Póli) it derives from.
Declension
Declension of πολίτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολίτικος • | πολίτικη • | πολίτικο • | πολίτικοι • | πολίτικες • | πολίτικα • |
genitive | πολίτικου • | πολίτικης • | πολίτικου • | πολίτικων • | πολίτικων • | πολίτικων • |
accusative | πολίτικο • | πολίτικη • | πολίτικο • | πολίτικους • | πολίτικες • | πολίτικα • |
vocative | πολίτικε • | πολίτικη • | πολίτικο • | πολίτικοι • | πολίτικες • | πολίτικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολίτικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολίτικος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.