πλειστηριάζω
Ancient Greek
Etymology
From πλειστήρ(ης) (pleistḗr(ēs), “manifold, all the whole length”) (πλεῖστος (pleîstos, “very much”)) + -ιάζω (This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /pleːs.tɛː.ri.áz.dɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /plis.te̝.riˈa.zo/
- (4th CE Koine) IPA(key): /plis.ti.riˈa.zo/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /plis.ti.riˈa.zo/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /plis.ti.riˈa.zo/
Verb
πλειστηριᾰ́ζω • (pleistēriázō)
- to raise the price, make expensive
- cf. πλειστηριάσας (pleistēriásas)
Inflection
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | πλειστηριᾰ́ζω | πλειστηριᾰ́ζεις | πλειστηριᾰ́ζει | πλειστηριᾰ́ζετον | πλειστηριᾰ́ζετον | πλειστηριᾰ́ζομεν | πλειστηριᾰ́ζετε | πλειστηριᾰ́ζουσῐ(ν) | ||||
subjunctive | πλειστηριᾰ́ζω | πλειστηριᾰ́ζῃς | πλειστηριᾰ́ζῃ | πλειστηριᾰ́ζητον | πλειστηριᾰ́ζητον | πλειστηριᾰ́ζωμεν | πλειστηριᾰ́ζητε | πλειστηριᾰ́ζωσῐ(ν) | |||||
optative | πλειστηριᾰ́ζοιμῐ | πλειστηριᾰ́ζοις | πλειστηριᾰ́ζοι | πλειστηριᾰ́ζοιτον | πλειστηριᾰζοίτην | πλειστηριᾰ́ζοιμεν | πλειστηριᾰ́ζοιτε | πλειστηριᾰ́ζοιεν | |||||
imperative | πλειστηρίᾰζε | πλειστηριᾰζέτω | πλειστηριᾰ́ζετον | πλειστηριᾰζέτων | πλειστηριᾰ́ζετε | πλειστηριᾰζόντων | |||||||
active | |||||||||||||
infinitive | πλειστηριᾰ́ζειν | ||||||||||||
participle | m | πλειστηριᾰ́ζων | |||||||||||
f | πλειστηριᾰ́ζουσᾰ | ||||||||||||
n | πλειστηριᾰ́ζον | ||||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Imperfect: ἐπλειστηρίᾰζον
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐπλειστηρίᾰζον | ἐπλειστηρίᾰζες | ἐπλειστηρίᾰζε(ν) | ἐπλειστηριᾰ́ζετον | ἐπλειστηριᾰζέτην | ἐπλειστηριᾰ́ζομεν | ἐπλειστηριᾰ́ζετε | ἐπλειστηρίᾰζον | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Future: πλειστηριᾰ́σω
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | πλειστηριᾰ́σω | πλειστηριᾰ́σεις | πλειστηριᾰ́σει | πλειστηριᾰ́σετον | πλειστηριᾰ́σετον | πλειστηριᾰ́σομεν | πλειστηριᾰ́σετε | πλειστηριᾰ́σουσῐ(ν) | ||||
optative | πλειστηριᾰ́σοιμῐ | πλειστηριᾰ́σοις | πλειστηριᾰ́σοι | πλειστηριᾰ́σοιτον | πλειστηριᾰσοίτην | πλειστηριᾰ́σοιμεν | πλειστηριᾰ́σοιτε | πλειστηριᾰ́σοιεν | |||||
active | |||||||||||||
infinitive | πλειστηριᾰ́σειν | ||||||||||||
participle | m | πλειστηριᾰ́σων | |||||||||||
f | πλειστηριᾰ́σουσᾰ | ||||||||||||
n | πλειστηριᾰ́σον | ||||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Aorist: ἐπλειστηρίᾰσᾰ
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐπλειστηρίᾰσᾰ | ἐπλειστηρίᾰσᾰς | ἐπλειστηρίᾰσε(ν) | ἐπλειστηριᾰ́σᾰτον | ἐπλειστηριᾰσᾰ́την | ἐπλειστηριᾰ́σᾰμεν | ἐπλειστηριᾰ́σᾰτε | ἐπλειστηρίᾰσᾰν | ||||
subjunctive | πλειστηριᾰ́σω | πλειστηριᾰ́σῃς | πλειστηριᾰ́σῃ | πλειστηριᾰ́σητον | πλειστηριᾰ́σητον | πλειστηριᾰ́σωμεν | πλειστηριᾰ́σητε | πλειστηριᾰ́σωσῐ(ν) | |||||
optative | πλειστηριᾰ́σαιμῐ | πλειστηριᾰ́σειᾰς, πλειστηριᾰ́σαις |
πλειστηριᾰ́σειε(ν), πλειστηριᾰ́σαι |
πλειστηριᾰ́σαιτον | πλειστηριᾰσαίτην | πλειστηριᾰ́σαιμεν | πλειστηριᾰ́σαιτε | πλειστηριᾰ́σειᾰν, πλειστηριᾰ́σαιεν | |||||
imperative | πλειστηρίᾰσον | πλειστηριᾰσᾰ́τω | πλειστηριᾰ́σᾰτον | πλειστηριᾰσᾰ́των | πλειστηριᾰ́σᾰτε | πλειστηριᾰσᾰ́ντων | |||||||
active | |||||||||||||
infinitive | πλειστηριᾰ́σαι | ||||||||||||
participle | m | πλειστηριᾰ́σᾱς | |||||||||||
f | πλειστηριᾰ́σᾱσᾰ | ||||||||||||
n | πλειστηριᾰ́σᾰν | ||||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Derived terms
- πλειστηριᾰσμός (pleistēriasmós, “increase of price”) (Hellenistic Koine)
Related terms
- πλειστηρῐ́ζομαι (pleistērízomai, “accuse as chief cause”)
- and see πλεῖστος (pleîstos, “most, very much”)
Descendants
- Greek: πλειστηριάζω (pleistiriázo)
References
- “πλειστηριάζω”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
Greek
Etymology
From Ancient Greek πλειστηριάζω (“raise the price”).
Pronunciation
- IPA(key): /pli.sti.riˈa.zo/
- Hyphenation: πλει‧στη‧ρι‧ά‧ζω
Verb
πλειστηριάζω • (pleistiriázo) (past πλειστηρίασα, passive πλειστηριάζομαι)
Conjugation
πλειστηριάζω πλειστηριάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | πλειστηριάζω | πλειστηριάσω | πλειστηριάζομαι | πλειστηριαστώ |
2 sg | πλειστηριάζεις | πλειστηριάσεις | πλειστηριάζεσαι | πλειστηριαστείς |
3 sg | πλειστηριάζει | πλειστηριάσει | πλειστηριάζεται | πλειστηριαστεί |
1 pl | πλειστηριάζουμε, [‑ομε] | πλειστηριάσουμε, [‑ομε] | πλειστηριαζόμαστε | πλειστηριαστούμε |
2 pl | πλειστηριάζετε | πλειστηριάσετε | πλειστηριάζεστε, πλειστηριαζόσαστε | πλειστηριαστείτε |
3 pl | πλειστηριάζουν(ε) | πλειστηριάσουν(ε) | πλειστηριάζονται | πλειστηριαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | πλειστηρίαζα | πλειστηρίασα | πλειστηριαζόμουν(α) | πλειστηριάστηκα |
2 sg | πλειστηρίαζες | πλειστηρίασες | πλειστηριαζόσουν(α) | πλειστηριάστηκες |
3 sg | πλειστηρίαζε | πλειστηρίασε | πλειστηριαζόταν(ε) | πλειστηριάστηκε |
1 pl | πλειστηριάζαμε | πλειστηριάσαμε | πλειστηριαζόμασταν, (‑όμαστε) | πλειστηριαστήκαμε |
2 pl | πλειστηριάζατε | πλειστηριάσατε | πλειστηριαζόσασταν, (‑όσαστε) | πλειστηριαστήκατε |
3 pl | πλειστηρίαζαν, πλειστηριάζαν(ε) | πλειστηρίασαν, πλειστηριάσαν(ε) | πλειστηριάζονταν, (πλειστηριαζόντουσαν) | πλειστηριάστηκαν, πλειστηριαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα πλειστηριάζω ➤ | θα πλειστηριάσω ➤ | θα πλειστηριάζομαι ➤ | θα πλειστηριαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πλειστηριάζεις, … | θα πλειστηριάσεις, … | θα πλειστηριάζεσαι, … | θα πλειστηριαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πλειστηριάσει έχω, έχεις, … πλειστηριασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πλειστηριαστεί είμαι, είσαι, … πλειστηριασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πλειστηριάσει είχα, είχες, … πλειστηριασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πλειστηριαστεί ήμουν, ήσουν, … πλειστηριασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πλειστηριάσει θα έχω, θα έχεις, … πλειστηριασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πλειστηριαστεί θα είμαι, θα είσαι, … πλειστηριασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | πλειστηρίαζε | πλειστηρίασε | — | πλειστηριάσου |
2 pl | πλειστηριάζετε | πλειστηριάστε | πλειστηριάζεστε | πλειστηριαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | πλειστηριάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας πλειστηριάσει ➤ | [πλειστηριασμένος, ‑η, ‑o] ➤ | ||
Nonfinite form➤ | πλειστηριάσει | πλειστηριαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αναπλειστηριάζω (anapleistiriázo, “I reauction”)
- αναπλειστηριασμός m (anapleistiriasmós, “re-auction”)
- απλειστηρίαστος (apleistiríastos, “unauctioned”)
- εκπλειστηριάζω (ekpleistiriázo, “I put to auction”)
- εκπλειστηρίασμα n (ekpleistiríasma, “auction price”)
- πλειστηρίασμα n (pleistiríasma, “auction price”)
- πλειστηριασμός m (pleistiriasmós, “auction”)
- and see: πλείστος (pleístos, “much”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.