πειστικότητα
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pi.stiˈko.ti.ta/
- Hyphenation: πει‧στι‧κό‧τη‧τα
Noun
πειστικότητα • (peistikótita) f (plural πειστικότητες)
- persuasiveness, convincingness
- Synonym: πειθώ f (peithó)
Declension
declension of πειστικότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | πειστικότητα • | πειστικότητες • |
genitive | πειστικότητας • | πειστικοτήτων • |
accusative | πειστικότητα • | πειστικότητες • |
vocative | πειστικότητα • | πειστικότητες • |
Related terms
- see: πείθω (peítho)
References
- πειστικότητα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.