πειστικός
Greek
Declension
Declension of πειστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πειστικός • | πειστική • | πειστικό • | πειστικοί • | πειστικές • | πειστικά • |
genitive | πειστικού • | πειστικής • | πειστικού • | πειστικών • | πειστικών • | πειστικών • |
accusative | πειστικό • | πειστική • | πειστικό • | πειστικούς • | πειστικές • | πειστικά • |
vocative | πειστικέ • | πειστική • | πειστικό • | πειστικοί • | πειστικές • | πειστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πειστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πειστικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πειστικότερος • | πειστικότερη • | πειστικότερο • | πειστικότεροι • | πειστικότερες • | πειστικότερα • |
genitive | πειστικότερου • | πειστικότερης • | πειστικότερου • | πειστικότερων • | πειστικότερων • | πειστικότερων • |
accusative | πειστικότερο • | πειστικότερη • | πειστικότερο • | πειστικότερους • | πειστικότερες • | πειστικότερα • |
vocative | πειστικότερε • | πειστικότερη • | πειστικότερο • | πειστικότεροι • | πειστικότερες • | πειστικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πειστικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πειστικότατος • | πειστικότατη • | πειστικότατο • | πειστικότατοι • | πειστικότατες • | πειστικότατα • |
genitive | πειστικότατου • | πειστικότατης • | πειστικότατου • | πειστικότατων • | πειστικότατων • | πειστικότατων • |
accusative | πειστικότατο • | πειστικότατη • | πειστικότατο • | πειστικότατους • | πειστικότατες • | πειστικότατα • |
vocative | πειστικότατε • | πειστικότατη • | πειστικότατο • | πειστικότατοι • | πειστικότατες • | πειστικότατα • |
Derived terms
- πειστικότητα f (peistikótita)
Related terms
- see: πείθω (peítho)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.