παρουσιάζω
Greek
Etymology
From Koine Greek παρουσιάζω (parousiázō), from Ancient Greek παρουσία (parousía), with some modern semantic influence from French présenter.
Pronunciation
- IPA(key): /pa.ɾu.siˈa.zo/
- Hyphenation: πα‧ρου‧σι‧ά‧ζω
Verb
παρουσιάζω • (parousiázo) (past παρουσίασα, passive παρουσιάζομαι)
Conjugation
παρουσιάζω παρουσιάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | παρουσιάζω | παρουσιάσω | παρουσιάζομαι | παρουσιαστώ |
2 sg | παρουσιάζεις | παρουσιάσεις | παρουσιάζεσαι | παρουσιαστείς |
3 sg | παρουσιάζει | παρουσιάσει | παρουσιάζεται | παρουσιαστεί |
1 pl | παρουσιάζουμε, [‑ομε] | παρουσιάσουμε, [‑ομε] | παρουσιαζόμαστε | παρουσιαστούμε |
2 pl | παρουσιάζετε | παρουσιάσετε | παρουσιάζεστε, παρουσιαζόσαστε | παρουσιαστείτε |
3 pl | παρουσιάζουν(ε) | παρουσιάσουν(ε) | παρουσιάζονται | παρουσιαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | παρουσίαζα | παρουσίασα | παρουσιαζόμουν(α) | παρουσιάστηκα |
2 sg | παρουσίαζες | παρουσίασες | παρουσιαζόσουν(α) | παρουσιάστηκες |
3 sg | παρουσίαζε | παρουσίασε | παρουσιαζόταν(ε) | παρουσιάστηκε |
1 pl | παρουσιάζαμε | παρουσιάσαμε | παρουσιαζόμασταν, (‑όμαστε) | παρουσιαστήκαμε |
2 pl | παρουσιάζατε | παρουσιάσατε | παρουσιαζόσασταν, (‑όσαστε) | παρουσιαστήκατε |
3 pl | παρουσίαζαν, παρουσιάζαν(ε) | παρουσίασαν, παρουσιάσαν(ε) | παρουσιάζονταν, (παρουσιαζόντουσαν) | παρουσιάστηκαν, παρουσιαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα παρουσιάζω ➤ | θα παρουσιάσω ➤ | θα παρουσιάζομαι ➤ | θα παρουσιαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα παρουσιάζεις, … | θα παρουσιάσεις, … | θα παρουσιάζεσαι, … | θα παρουσιαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … παρουσιάσει έχω, έχεις, … παρουσιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … παρουσιαστεί είμαι, είσαι, … παρουσιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … παρουσιάσει είχα, είχες, … παρουσιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … παρουσιαστεί ήμουν, ήσουν, … παρουσιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … παρουσιάσει θα έχω, θα έχεις, … παρουσιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … παρουσιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … παρουσιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | παρουσίαζε | παρουσίασε | — | παρουσιάσου |
2 pl | παρουσιάζετε | παρουσιάστε | παρουσιάζεστε | παρουσιαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | παρουσιάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας παρουσιάσει ➤ | παρουσιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | παρουσιάσει | παρουσιαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- υποβάλλω (ypovállo, “to apply for, to submit”)
Related terms
- and see: παρών (parón, “being present”)
- απαρουσίαστος (aparousíastos, “unpresentable”)
- αυτοπαρουσιάζομαι (aftoparousiázomai, “to introduce yourself”)
- ευπαρουσίαστος (efparousíastos, “personable, presentable”)
- παρουσία f (parousía, “presence”)
- παρουσίαση f (parousíasi, “presentation”)
- παρουσιάσιμος (parousiásimos, “presentable”)
- παρουσιαστής m (parousiastís, “presenter, speaker”)
- παρουσιαστικό n (parousiastikó, “presence, poise”)
- παρουσιάστρια f (parousiástria, “presenter”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.