παραδοσιακός
Greek
Declension
Declension of παραδοσιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παραδοσιακός • | παραδοσιακή • | παραδοσιακό • | παραδοσιακοί • | παραδοσιακές • | παραδοσιακά • |
genitive | παραδοσιακού • | παραδοσιακής • | παραδοσιακού • | παραδοσιακών • | παραδοσιακών • | παραδοσιακών • |
accusative | παραδοσιακό • | παραδοσιακή • | παραδοσιακό • | παραδοσιακούς • | παραδοσιακές • | παραδοσιακά • |
vocative | παραδοσιακέ • | παραδοσιακή • | παραδοσιακό • | παραδοσιακοί • | παραδοσιακές • | παραδοσιακά • |
Related terms
- παράδοση f (parádosi, “tradition, delivery”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.