ξύλον

Ancient Greek

FWOTD – 11 November 2015

Etymology

Seemingly from a Proto-Indo-European *ksewlo-, which is traditionally derived from Proto-Indo-European *kes- (to scrape, comb) or from *ḱes- (to cut), and compared with Lithuanian šùlas (post, pole, stave), Russian шу́ло (šúlo, garden-pole) (from Proto-Slavic *šulo), Serbo-Croatian šȗlj (block), Old High German sūl (style, pole), Gothic 𐍃𐌰𐌿𐌻𐍃 (sauls, pillar). However, Beekes is skeptical of ultimate Indo-European origin, and suspects the Greek, Balto-Slavic, and Germanic terms are borrowed from a common substrate source.[1] See also ξύω (xúō, to scrape, polish), ξόανον (xóanon, wooden image).

Pronunciation

 

Noun

ξῠ́λον • (xúlon) n (genitive ξῠ́λου); second declension

  1. (mostly in plural) cut wood, timber
    Synonyms: κᾶλον (kâlon), κάστον (káston)
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 8.507:
      ἐπὶ δὲ ξύλα πολλὰ λέγεσθε, ὥς κεν παννύχιοι μέσφ’ ἠοῦς ἠριγενείης καίωμεν πυρὰ πολλά
      epì dè xúla pollà légesthe, hṓs ken pannúkhioi mésph’ ēoûs ērigeneíēs kaíōmen purà pollá
      And furthermore gather abundant wood, that all night long until early dawn we may burn fires full many.
  2. piece of wood, log, beam, post
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 23.327:
      ἕστηκε ξύλον αὖον ὅσον τ’ ὄργυι’ ὑπὲρ αἴης
      héstēke xúlon aûon hóson t’ órgui’ hupèr aíēs
      There standeth, a fathom's height above the ground, a dry stump.
  3. cudgel, club, stick
    • 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 2.63.1:
      οἱ δὲ πολλοὶ αὐτῶν ξύλων κορύνας ἔχοντες ἑστᾶσι τοῦ ἱροῦ ἐν τῇ ἐσόδῳ
      hoi dè polloì autôn xúlōn korúnas ékhontes hestâsi toû hiroû en têi esódōi
      [] while most of them go and stand in the entrance to the temple with clubs in their hands.
  4. an instrument of punishment: wooden collar, stocks, gallows, stake
    • 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 6.75.2:
      ποιέοντα δὲ αὐτὸν ταῦτα καὶ παραφρονήσαντα ἔδησαν οἱ προσήκοντες ἐν ξύλῳ
      poiéonta dè autòn taûta kaì paraphronḗsanta édēsan hoi prosḗkontes en xúlōi
      For doing this, and because he was out of his mind, his relative bound him in the stocks.
  5. bench, table
    • 384 BCE – 322 BCE, Demosthenes, Against Stephanus 1 33:
      ἔστιν οὖν ὅστις ἂν τοῦ ξύλου καὶ τοῦ χωρίου καὶ τῶν γραμματείων τοσαύτην ὑπέμεινε φέρειν μίσθωσιν
      éstin oûn hóstis àn toû xúlou kaì toû khōríou kaì tôn grammateíōn tosaútēn hupémeine phérein místhōsin
      Now, is there any man who would have submitted to the payment of so large a rental for the table, the site, and the books?
  6. tree
    • 430 BCE – 354 BCE, Xenophon, Anabasis 6.4.5:
      τὸ δὲ παρὰ θάλατταν πλέον ἢ ἐπὶ εἴκοσι σταδίους δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς καὶ μεγάλοις ξύλοις
      tò dè parà thálattan pléon ḕ epì eíkosi stadíous dasù polloîs kaì pantodapoîs kaì megálois xúlois
      The land bordering the coast is thickly covered for more than twenty stadia with an abundance of heavy trees of all sorts.
  7. blockhead
  8. a measure of length: 3 or 2+23 cubits
    • 10 CE – 70 CE, Hero, Geometrica 23.4.11

Declension

Other attested forms: plural ξῠ́λεᾰ (xúlea) (inscription in Kos)

Derived terms

  • ἀξυλία (axulía)
  • ἄξυλος (áxulos)
  • ἀποξυλίζω (apoxulízō)
  • ἀποξυλόομαι (apoxulóomai)
  • αὐτόξυλος (autóxulos)
  • βαθύξυλος (bathúxulos)
  • διάξυλον (diáxulon)
  • δίξυλος (díxulos)
  • ἔγξυλος (énxulos)
  • ἐκξυλόομαι (ekxulóomai)
  • ἐπιξυλία (epixulía)
  • ἐριόξυλον (erióxulon)
  • εὐξυλεία (euxuleía)
  • εὐξυλοεργός (euxuloergós)
  • εὔξυλος (eúxulos)
  • καταξύλωσις (kataxúlōsis)
  • κουφοξυλαία (kouphoxulaía)
  • λιπόξυλος (lipóxulos)
  • μακρόξυλος (makróxulos)
  • μονόξυλος (monóxulos)
  • ξυλάβιον (xulábion)
  • ξυλαλόη (xulalóē)
  • ξυλάνηθον (xulánēthon)
  • ξυλάριον (xulárion)
  • ξυλάφιον (xuláphion)
  • ξυλεία (xuleía)
  • ξυλεύς (xuleús)
  • ξυλεύω (xuleúō)
  • ξυληβόρος (xulēbóros)
  • ξυληγέω (xulēgéō)
  • ξυληγός (xulēgós)
  • ξυληρός (xulērós)
  • ξυλήφιον (xulḗphion)
  • ξυλίζομαι (xulízomai)
  • ξυλικός (xulikós)
  • ξύλινος (xúlinos)
  • ξύλιον (xúlion)
  • ξυλισμός (xulismós)
  • ξυλιστής (xulistḗs)
  • ξυλῖτις (xulîtis)
  • ξυλοβάλσαμον (xulobálsamon)
  • ξυλογραφέομαι (xulographéomai)
  • ξυλοειδής (xuloeidḗs)
  • ξυλοεργός (xuloergós)
  • ξυλοθήκη (xulothḗkē)
  • ξυλοκάρπασον (xulokárpason)
  • ξυλοκάρυον (xulokáruon)
  • ξυλοκαρυόφυλλον (xulokaruóphullon)
  • ξυλοκασία (xulokasía)
  • ξυλοκατακεύαστος (xulokatakeúastos)
  • ξυλοκέρατον (xulokératon)
  • ξυλόκερκος (xulókerkos)
  • ξυλοκιννάμωμον (xulokinnámōmon)
  • ξυλόκοκκον (xulókokkon)
  • ξυλοκόλλα (xulokólla)
  • ξυλοκοπέω (xulokopéō)
  • ξυλοκοπία (xulokopía)
  • ξυλοκόπος (xulokópos)
  • ξυλοκράμβη (xulokrámbē)
  • ξυλοκύμβη (xulokúmbē)
  • ξυλοκυστίς (xulokustís)
  • ξυλολεπής (xulolepḗs)
  • ξυλολογεία (xulologeía)
  • ξυλολυχνοῦχος (xulolukhnoûkhos)
  • ξυλόλωτος (xulólōtos)
  • ξυλόμακερ (xulómaker)
  • ξυλομετρέω (xulometréō)
  • ξυλομέτρης (xulométrēs)
  • ξυλομιγής (xulomigḗs)
  • ξυλόμοχλον (xulómokhlon)
  • ξυλοναΐσκιον (xulonaḯskion)
  • ξυλόξεσις (xulóxesis)
  • ξυλοπαγής (xulopagḗs)
  • ξυλοπάκτων (xulopáktōn)
  • ξυλοπέδη (xulopédē)
  • ξυλοπέταλον (xulopétalon)
  • ξυλοπόδης (xulopódēs)
  • ξυλοποιός (xulopoiós)
  • ξυλοπριστικός (xulopristikós)
  • ξυλοπύλιον (xulopúlion)
  • ξυλοπυρία (xulopuría)
  • ξυλοπώλης (xulopṓlēs)
  • ξυλοπωλικός (xulopōlikós)
  • ξυλοσπόγγιον (xulospóngion)
  • ξυλοστεγής (xulostegḗs)
  • ξυλόστομος (xulóstomos)
  • ξυλοσχίστης (xuloskhístēs)
  • ξυλοτομία (xulotomía)
  • ξυλοτόμος (xulotómos)
  • ξυλοτρόφος (xulotróphos)
  • ξυλοτρώκτης (xulotrṓktēs)
  • ξυλουργέω (xulourgéō)
  • ξυλουργής (xulourgḗs)
  • ξυλουργία (xulourgía)
  • ξυλουργικός (xulourgikós)
  • ξυλουργός (xulourgós)
  • ξυλοφάγος (xulophágos)
  • ξυλοφανής (xulophanḗs)
  • ξυλοφορέω (xulophoréō)
  • ξυλοφορία (xulophoría)
  • ξυλοφόριος (xulophórios)
  • ξυλοφόρος (xulophóros)
  • ξυλόφρακτος (xulóphraktos)
  • ξυλοχάρτιον (xulokhártion)
  • ξυλοχίζομαι (xulokhízomai)
  • ξύλοχος (xúlokhos)
  • ξυλόω (xulóō)
  • ξυλώδης (xulṓdēs)
  • ξυλών (xulṓn)
  • ξυλωνία (xulōnía)
  • ξυλώροφον (xulṓrophon)
  • ὀλιγόξυλος (oligóxulos)
  • πολύξυλος (polúxulos)
  • τρίξυλος (tríxulos)
  • ὑπόξυλος (hupóxulos)
  • χρυσόξυλον (khrusóxulon)

Descendants

  • Dutch: xylo-
  • English: xylo-
  • Greek: ξύλο (xýlo)
  • Mariupol Greek: кси́ла (ksíla), кси́лу (ksílu)
  • Irish: xili-
  • Italian: xilo-
  • Spanish: xilo-

References

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) “ξύλον”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), volume II, with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, pages 1037-8

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.