ξεριζώνω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kse.ɾiˈzo.no/
- Hyphenation: ξε‧ρι‧ζώ‧νω
Verb
ξεριζώνω • (xerizóno) (past ξερίζωσα, passive ξεριζώνομαι)
Conjugation
ξεριζώνω ξεριζώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεριζώνω | ξεριζώσω | ξεριζώνομαι | ξεριζωθώ |
2 sg | ξεριζώνεις | ξεριζώσεις | ξεριζώνεσαι | ξεριζωθείς |
3 sg | ξεριζώνει | ξεριζώσει | ξεριζώνεται | ξεριζωθεί |
1 pl | ξεριζώνουμε, [‑ομε] | ξεριζώσουμε, [‑ομε] | ξεριζωνόμαστε | ξεριζωθούμε |
2 pl | ξεριζώνετε | ξεριζώσετε | ξεριζώνεστε, ξεριζωνόσαστε | ξεριζωθείτε |
3 pl | ξεριζώνουν(ε) | ξεριζώσουν(ε) | ξεριζώνονται | ξεριζωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξερίζωνα | ξερίζωσα | ξεριζωνόμουν(α) | ξεριζώθηκα |
2 sg | ξερίζωνες | ξερίζωσες | ξεριζωνόσουν(α) | ξεριζώθηκες |
3 sg | ξερίζωνε | ξερίζωσε | ξεριζωνόταν(ε) | ξεριζώθηκε |
1 pl | ξεριζώναμε | ξεριζώσαμε | ξεριζωνόμασταν, (‑όμαστε) | ξεριζωθήκαμε |
2 pl | ξεριζώνατε | ξεριζώσατε | ξεριζωνόσασταν, (‑όσαστε) | ξεριζωθήκατε |
3 pl | ξερίζωναν, ξεριζώναν(ε) | ξερίζωσαν, ξεριζώσαν(ε) | ξεριζώνονταν, (ξεριζωνόντουσαν) | ξεριζώθηκαν, ξεριζωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεριζώνω ➤ | θα ξεριζώσω ➤ | θα ξεριζώνομαι ➤ | θα ξεριζωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεριζώνεις, … | θα ξεριζώσεις, … | θα ξεριζώνεσαι, … | θα ξεριζωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεριζώσει έχω, έχεις, … ξεριζωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεριζωθεί είμαι, είσαι, … ξεριζωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεριζώσει είχα, είχες, … ξεριζωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεριζωθεί ήμουν, ήσουν, … ξεριζωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεριζώσει θα έχω, θα έχεις, … ξεριζωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεριζωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεριζωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξερίζωνε | ξερίζωσε | — | ξεριζώσου |
2 pl | ξεριζώνετε | ξεριζώστε | ξεριζώνεστε | ξεριζωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεριζώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεριζώσει ➤ | ξεριζωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεριζώσει | ξεριζωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- and see: ρίζα f (ríza, “root”)
- ανεκρίζωτος (anekrízotos, “not eradicated, ineradicable”)
- ξερίζωμα n (xerízoma, “uprooting, deracination”)
- ξεριζωμένος (xerizoménos, participle)
- ξεριζωμός m (xerizomós, “uprooting, deracination”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.