νεροχύτης
Greek
Etymology
From Byzantine Greek νεροχύτης (nerokhútēs), from νερό (neró) + χυ- (khu-) (< χύνω (khúnō)) + -της (-tēs).
Noun
νεροχύτης • (nerochýtis) m (plural νεροχύτες)
Declension
declension of νεροχύτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | νεροχύτης • | νεροχύτες • |
genitive | νεροχύτη • | νεροχυτών • |
accusative | νεροχύτη • | νεροχύτες • |
vocative | νεροχύτη • | νεροχύτες • |
Synonyms
- (washbasin): νιπτήρας m (niptíras)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.