μεταμόρφωση
Greek
Etymology
From Ancient Greek μεταμόρφωσις (metamórphōsis).
Declension
declension of μεταμόρφωση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | μεταμόρφωση • | μεταμορφώσεις • | |
genitive | μεταμόρφωσης • | μεταμορφώσεων • | |
accusative | μεταμόρφωση • | μεταμορφώσεις • | |
vocative | μεταμόρφωση • | μεταμορφώσεις • | |
Older or formal genitive singular: μεταμορφώσεως • |
Related terms
- μεταμορφωμένος (metamorfoménos)
- μεταμορφώνομαι (metamorfónomai)
- μεταμορφώνω (metamorfóno)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.