μέταλλον

Ancient Greek

Etymology

From Pre-Greek because of the presence of -αλλο- (-allo-). (Can this(+) etymology be sourced?)

Pronunciation

 

Noun

μέταλλον • (métallon) n (genitive μετάλλου); second declension

  1. A mine, quarry, or salt pit
  2. metal

Inflection

Derived terms

  • ἐκμέταλλος (ekmétallos)
  • μεταλλαγή (metallagḗ)
  • μεταλλακτέον (metallaktéon)
  • μεταλλακτήρ (metallaktḗr)
  • μεταλλακτός (metallaktós)
  • μετάλλαξις (metállaxis)
  • μεταλλάρχης (metallárkhēs)
  • μεταλλάσσω (metallássō)
  • μετάλλατος (metállatos)
  • μεταλλάω (metalláō)
  • μεταλλεία (metalleía)
  • μεταλλεῖον (metalleîon)
  • μεταλλεύς (metalleús)
  • μετάλλευσις (metálleusis)
  • μεταλλευτής (metalleutḗs)
  • μεταλλευτικός (metalleutikós)
  • μεταλλευτός (metalleutós)
  • μεταλλεύω (metalleúō)
  • μεταλλίζομαι (metallízomai)
  • μεταλλικός (metallikós)
  • μεταλλίτης (metallítēs)
  • μεταλλοιόω (metalloióō)
  • μεταλλοίωσις (metalloíōsis)
  • μέταλλον (métallon)
  • μεταλλουργεῖον (metallourgeîon)
  • μεταλλουργέω (metallourgéō)
  • μεταλλουργός (metallourgós)

Descendants

  • Old Armenian: մետաղ (metał)
  • Georgian: მეტალი (meṭali)
  • Greek: μέταλλο (métallo)
  • Latin: metallum (see there for further descendants)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.