μάταιος

Ancient Greek

Etymology

From μάτη (mátē, fault, folly) + -αιος (-aios).

Pronunciation

 

Adjective

μάταιος • (mátaios) m (feminine μᾰταίᾱ, neuter μάταιον); first/second declension

  1. vain, futile, empty, idle
    Synonym: μέλεος (méleos)
  2. (of persons) empty, foolish, worthless
  3. rash, irreverent, profane

Inflection

Derived terms

  • ματᾴζω (matā́izō)
  • ματαιοβαστάκτης (mataiobastáktēs)
  • ματαιόκομπος (mataiókompos)
  • ματαιοκοπία (mataiokopía)
  • ματαιολογέω (mataiologéō)
  • ματαιολογία (mataiología)
  • ματαιολόγος (mataiológos)
  • ματαιολοιχός (mataioloikhós)
  • ματαιομοχθέω (mataiomokhthéō)
  • ματαιοποιός (mataiopoiós)
  • ματαιοπονέω (mataioponéō)
  • ματαιοπόνημα (mataiopónēma)
  • ματαιοπονία (mataioponía)
  • ματαιοπόνος (mataiopónos)
  • ματαιοπραγέω (mataiopragéō)
  • ματαιοπώγων (mataiopṓgōn)
  • ματαιοσύνη (mataiosúnē)
  • ματαιότεκνος (mataióteknos)
  • ματαιοτεχνία (mataiotekhnía)
  • ματαιότης (mataiótēs)
  • ματαιουργός (mataiourgós)
  • ματαιόφημος (mataióphēmos)
  • ματαιοφρονέω (mataiophronéō)
  • ματαιοφροσύνη (mataiophrosúnē)
  • ματαιόφρων (mataióphrōn)
  • ματαιοφωνία (mataiophōnía)
  • ματαιόφωνος (mataióphōnos)
  • ματαιόω (mataióō)

Further reading

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek μάταιος (mátaios).

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈma.te.os/ - compare to ματαίως (mataíos)
  • Hyphenation: μά‧ται‧ος

Adjective

μάταιος • (mátaios) m (feminine μάταιη, neuter μάταιο)

  1. futile, purposeless, pointless, in vain

Declension

Compounds:

See also

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.