κωνσταντινουπολίτικος
Greek
Adjective
κωνσταντινουπολίτικος • (konstantinoupolítikos) m (feminine κωνσταντινουπολίτικη, neuter κωνσταντινουπολίτικο)
Declension
Declension of κωνσταντινουπολίτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κωνσταντινουπολίτικος • | κωνσταντινουπολίτικη • | κωνσταντινουπολίτικο • | κωνσταντινουπολίτικοι • | κωνσταντινουπολίτικες • | κωνσταντινουπολίτικα • |
genitive | κωνσταντινουπολίτικου • | κωνσταντινουπολίτικης • | κωνσταντινουπολίτικου • | κωνσταντινουπολίτικων • | κωνσταντινουπολίτικων • | κωνσταντινουπολίτικων • |
accusative | κωνσταντινουπολίτικο • | κωνσταντινουπολίτικη • | κωνσταντινουπολίτικο • | κωνσταντινουπολίτικους • | κωνσταντινουπολίτικες • | κωνσταντινουπολίτικα • |
vocative | κωνσταντινουπολίτικε • | κωνσταντινουπολίτικη • | κωνσταντινουπολίτικο • | κωνσταντινουπολίτικοι • | κωνσταντινουπολίτικες • | κωνσταντινουπολίτικα • |
Related terms
- see: Κωνσταντινούπολη f (Konstantinoúpoli, “Constantinople”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.