κρατικοποιώ
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kɾa.ti.ko.piˈo/
- Hyphenation: κρα‧τι‧κο‧ποι‧ώ
Verb
κρατικοποιώ • (kratikopoió) (past κρατικοποίησα, passive κρατικοποιούμαι, p‑past κρατικοποιήθηκα, ppp κρατικοποιημένος)
- to nationalise (UK), nationalize (US) (take into public ownership)
- Antonyms: αποκρατικοποιώ (apokratikopoió), απεθνικοποιώ (apethnikopoió)
Conjugation
κρατικοποιώ, κρατικοποιούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | κρατικοποιώ | κρατικοποιήσω | κρατικοποιούμαι | κρατικοποιηθώ |
2 sg | κρατικοποιείς | κρατικοποιήσεις | κρατικοποιείσαι | κρατικοποιηθείς |
3 sg | κρατικοποιεί | κρατικοποιήσει | κρατικοποιείται | κρατικοποιηθεί |
1 pl | κρατικοποιούμε | κρατικοποιήσουμε, [-ομε] | κρατικοποιούμαστε, κρατικοποιόμαστε | κρατικοποιηθούμε |
2 pl | κρατικοποιείτε | κρατικοποιήσετε | κρατικοποιείστε, (κρατικοποιόσαστε) | κρατικοποιηθείτε |
3 pl | κρατικοποιούν(ε) | κρατικοποιήσουν(ε) | κρατικοποιούνται | κρατικοποιηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κρατικοποιούσα | κρατικοποίησα | κρατικοποιούμουν(α), κρατικοποιόμουν(α) | κρατικοποιήθηκα |
2 sg | κρατικοποιούσες | κρατικοποίησες | [κρατικοποιούσουν(α)], κρατικοποιόσουν(α) | κρατικοποιήθηκες |
3 sg | κρατικοποιούσε | κρατικοποίησε | κρατικοποιούνταν, κρατικοποιόταν(ε), {κρατικοποιείτο} | κρατικοποιήθηκε |
1 pl | κρατικοποιούσαμε | κρατικοποιήσαμε | κρατικοποιούμασταν, (‑ούμαστε), κρατικοποιόμασταν, (‑όμαστε) | κρατικοποιηθήκαμε |
2 pl | κρατικοποιούσατε | κρατικοποιήσατε | [κρατικοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], κρατικοποιόσασταν, (‑όσαστε) | κρατικοποιηθήκατε |
3 pl | κρατικοποιούσαν(ε) | κρατικοποίησαν, κρατικοποιήσαν(ε) | κρατικοποιούνταν, κρατικοποιόνταν(ε), (κρατικοποιόντουσαν), {κρατικοποιούντο} | κρατικοποιήθηκαν, κρατικοποιηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα κρατικοποιώ ➤ | θα κρατικοποιήσω ➤ | θα κρατικοποιούμαι ➤ | θα κρατικοποιηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κρατικοποιείς, … | θα κρατικοποιήσεις, … | θα κρατικοποιείσαι, … | θα κρατικοποιηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κρατικοποιήσει έχω, έχεις, … κρατικοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κρατικοποιηθεί είμαι, είσαι, … κρατικοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κρατικοποιήσει είχα, είχες, … κρατικοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κρατικοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … κρατικοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κρατικοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … κρατικοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κρατικοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κρατικοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | κρατικοποίησε | — | κρατικοποιήσου |
2 pl | κρατικοποιείτε | κρατικοποιήστε | κρατικοποιείστε | κρατικοποιηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | κρατικοποιώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας κρατικοποιήσει ➤ | κρατικοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | κρατικοποιήσει | κρατικοποιηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- κρατικοποίηση f (kratikopoíisi, “nationalisation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.