κοινωνικοοικονομικός
Greek
Etymology
From κοινωνικός (koinonikós) + -ο- (-o-) + οικονομικός (oikonomikós).
Adjective
κοινωνικοοικονομικός • (koinonikooikonomikós) m (feminine κοινωνικοοικονομική, neuter κοινωνικοοικονομικό)
Declension
Declension of κοινωνικοοικονομικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοινωνικοοικονομικός • | κοινωνικοοικονομική • | κοινωνικοοικονομικό • | κοινωνικοοικονομικοί • | κοινωνικοοικονομικές • | κοινωνικοοικονομικά • |
genitive | κοινωνικοοικονομικού • | κοινωνικοοικονομικής • | κοινωνικοοικονομικού • | κοινωνικοοικονομικών • | κοινωνικοοικονομικών • | κοινωνικοοικονομικών • |
accusative | κοινωνικοοικονομικό • | κοινωνικοοικονομική • | κοινωνικοοικονομικό • | κοινωνικοοικονομικούς • | κοινωνικοοικονομικές • | κοινωνικοοικονομικά • |
vocative | κοινωνικοοικονομικέ • | κοινωνικοοικονομική • | κοινωνικοοικονομικό • | κοινωνικοοικονομικοί • | κοινωνικοοικονομικές • | κοινωνικοοικονομικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.