κοινοβίτης
Greek
Alternative forms
- κοινοβιάτης (koinoviátis)
Pronunciation
- IPA(key): /ci.noˈvi.tis/
- Hyphenation: κοι‧νο‧βί‧της
Noun
κοινοβίτης • (koinovítis) m (plural κοινοβίτες)
Declension
declension of κοινοβίτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | κοινοβίτης • | κοινοβίτες • |
genitive | κοινοβίτη • | κοινοβιτών • |
accusative | κοινοβίτη • | κοινοβίτες • |
vocative | κοινοβίτη • | κοινοβίτες • |
Related terms
- see: κοινόβιο n (koinóvio, “coenobium”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.