κεντάω

Greek

Etymology

κεντ(ώ) (kent(ó)) + -άω (-áo), from Ancient Greek κεντῶ (kentô), contracted form of κεντέω (kentéō, prick, sting).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /cenˈda.o/
  • Hyphenation: κε‧ντά‧ω

Verb

κεντάω • (kentáo) / κεντώ (past κέντησα, passive κεντιέμαι, ppast κεντήθηκα, ppp κεντημένος)

  1. (sewing) to embroider
  2. to sting, prick, spur on
    Synonym: κεντρίζω (kentrízo)

Conjugation

  • ακέντητος (akéntitos, unembroidered)
  • αμνιοκέντηση f (amniokéntisi)
  • ασημοκέντητος (asimokéntitos)
  • ασπροκέντημα n (asprokéntima)
  • ασπροκέντι n (asprokénti)
  • αστροκέντητος (astrokéntitos)
  • κέντημα n (kéntima, embroidery)
  • κεντηματιά f (kentimatiá)
  • κεντημένος (kentiménos, embroidered, participle)
  • κεντήστρα f (kentístra, seamstress)
  • κεντητικός (kentitikós)
  • κεντητός (kentitós, embroidered)
  • κεντιά f (kentiá)
  • κεντίδι n (kentídi, embroidery)
  • παρακέντηση f (parakéntisi)
  • παρακεντώ f (parakentó)
  • χρυσοκέντητος (chrysokéntitos)

References

  1. κεντώ, -άω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.