καταξοδιάζω
Greek
Alternative forms
- καταξοδεύω (kataxodévo) (standard)
Pronunciation
- IPA(key): /ka.ta.ksoˈðʝa.zo/
- Hyphenation: κα‧τα‧ξο‧διά‧ζω
Verb
καταξοδιάζω • (kataxodiázo) (past καταξόδιασα, passive καταξοδιάζομαι)
- (vernacular) Alternative form of καταξοδεύω (kataxodévo, “spend”)
Conjugation
καταξοδιάζω καταξοδιάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | καταξοδιάζω | καταξοδιάσω | καταξοδιάζομαι | καταξοδιαστώ |
2 sg | καταξοδιάζεις | καταξοδιάσεις | καταξοδιάζεσαι | καταξοδιαστείς |
3 sg | καταξοδιάζει | καταξοδιάσει | καταξοδιάζεται | καταξοδιαστεί |
1 pl | καταξοδιάζουμε, [‑ομε] | καταξοδιάσουμε, [‑ομε] | καταξοδιαζόμαστε | καταξοδιαστούμε |
2 pl | καταξοδιάζετε | καταξοδιάσετε | καταξοδιάζεστε, καταξοδιαζόσαστε | καταξοδιαστείτε |
3 pl | καταξοδιάζουν(ε) | καταξοδιάσουν(ε) | καταξοδιάζονται | καταξοδιαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | καταξόδιαζα | καταξόδιασα | καταξοδιαζόμουν(α) | καταξοδιάστηκα |
2 sg | καταξόδιαζες | καταξόδιασες | καταξοδιαζόσουν(α) | καταξοδιάστηκες |
3 sg | καταξόδιαζε | καταξόδιασε | καταξοδιαζόταν(ε) | καταξοδιάστηκε |
1 pl | καταξοδιάζαμε | καταξοδιάσαμε | καταξοδιαζόμασταν, (‑όμαστε) | καταξοδιαστήκαμε |
2 pl | καταξοδιάζατε | καταξοδιάσατε | καταξοδιαζόσασταν, (‑όσαστε) | καταξοδιαστήκατε |
3 pl | καταξόδιαζαν, καταξοδιάζαν(ε) | καταξόδιασαν, καταξοδιάσαν(ε) | καταξοδιάζονταν, (καταξοδιαζόντουσαν) | καταξοδιάστηκαν, καταξοδιαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα καταξοδιάζω ➤ | θα καταξοδιάσω ➤ | θα καταξοδιάζομαι ➤ | θα καταξοδιαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καταξοδιάζεις, … | θα καταξοδιάσεις, … | θα καταξοδιάζεσαι, … | θα καταξοδιαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … καταξοδιάσει έχω, έχεις, … καταξοδιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … καταξοδιαστεί είμαι, είσαι, … καταξοδιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … καταξοδιάσει είχα, είχες, … καταξοδιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … καταξοδιαστεί ήμουν, ήσουν, … καταξοδιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … καταξοδιάσει θα έχω, θα έχεις, … καταξοδιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … καταξοδιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … καταξοδιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | καταξόδιαζε | καταξόδιασε | — | καταξοδιάσου |
2 pl | καταξοδιάζετε | καταξοδιάστε | καταξοδιάζεστε | καταξοδιαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | καταξοδιάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας καταξοδιάσει ➤ | καταξοδιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | καταξοδιάσει | καταξοδιαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.