κατάλληλος
Greek
Declension
Declension of κατάλληλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατάλληλος • | κατάλληλη • | κατάλληλο • | κατάλληλοι • | κατάλληλες • | κατάλληλα • |
genitive | κατάλληλου • | κατάλληλης • | κατάλληλου • | κατάλληλων • | κατάλληλων • | κατάλληλων • |
accusative | κατάλληλο • | κατάλληλη • | κατάλληλο • | κατάλληλους • | κατάλληλες • | κατάλληλα • |
vocative | κατάλληλε • | κατάλληλη • | κατάλληλο • | κατάλληλοι • | κατάλληλες • | κατάλληλα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατάλληλος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατάλληλος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταλληλότερος • | καταλληλότερη • | καταλληλότερο • | καταλληλότεροι • | καταλληλότερες • | καταλληλότερα • |
genitive | καταλληλότερου • | καταλληλότερης • | καταλληλότερου • | καταλληλότερων • | καταλληλότερων • | καταλληλότερων • |
accusative | καταλληλότερο • | καταλληλότερη • | καταλληλότερο • | καταλληλότερους • | καταλληλότερες • | καταλληλότερα • |
vocative | καταλληλότερε • | καταλληλότερη • | καταλληλότερο • | καταλληλότεροι • | καταλληλότερες • | καταλληλότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταλληλότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταλληλότατος • | καταλληλότατη • | καταλληλότατο • | καταλληλότατοι • | καταλληλότατες • | καταλληλότατα • |
genitive | καταλληλότατου • | καταλληλότατης • | καταλληλότατου • | καταλληλότατων • | καταλληλότατων • | καταλληλότατων • |
accusative | καταλληλότατο • | καταλληλότατη • | καταλληλότατο • | καταλληλότατους • | καταλληλότατες • | καταλληλότατα • |
vocative | καταλληλότατε • | καταλληλότατη • | καταλληλότατο • | καταλληλότατοι • | καταλληλότατες • | καταλληλότατα • |
Antonyms
- ακατάλληλος (akatállilos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.