καλλιεργώ

Greek

Verb

καλλιεργώ • (kalliergó) (past καλλιέργησα, passive καλλιεργούμαι, ppast καλλιεργήθηκα, ppp καλλιεργημένος)

  1. to grow, cultivate
    Δεν μπορούμε να πειραματιζόμαστε άλλο με το τι καλλιεργούμε και το τι καταναλώνουμε.
    Den boroúme na peiramatizómaste állo me to ti kalliergoúme kai to ti katanalónoume.
    We have to stop experimenting with what we grow and eat.

Conjugation

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.