καλλιεργώ
Greek
Verb
καλλιεργώ • (kalliergó) (past καλλιέργησα, passive καλλιεργούμαι, p‑past καλλιεργήθηκα, ppp καλλιεργημένος)
Conjugation
καλλιεργώ, καλλιεργούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | καλλιεργώ | καλλιεργήσω | καλλιεργούμαι | καλλιεργηθώ |
2 sg | καλλιεργείς | καλλιεργήσεις | καλλιεργείσαι | καλλιεργηθείς |
3 sg | καλλιεργεί | καλλιεργήσει | καλλιεργείται | καλλιεργηθεί |
1 pl | καλλιεργούμε | καλλιεργήσουμε, [-ομε] | καλλιεργούμαστε | καλλιεργηθούμε |
2 pl | καλλιεργείτε | καλλιεργήσετε | καλλιεργείστε | καλλιεργηθείτε |
3 pl | καλλιεργούν(ε) | καλλιεργήσουν(ε) | καλλιεργούνται | καλλιεργηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | καλλιεργούσα | καλλιεργήσησα | [καλλιεργούμουν(α)] | καλλιεργήθηκα |
2 sg | καλλιεργούσες | καλλιεργήσησες | [καλλιεργούσουν(α)] | καλλιεργήθηκες |
3 sg | καλλιεργούσε | καλλιεργήσησε | καλλιεργούνταν, {καλλιεργείτο} | καλλιεργήθηκε |
1 pl | καλλιεργούσαμε | καλλιεργήσαμε | καλλιεργούμασταν, (‑ούμαστε) | καλλιεργηθήκαμε |
2 pl | καλλιεργούσατε | καλλιεργήσατε | [καλλιεργούσασταν, (‑ούσαστε)] | καλλιεργηθήκατε |
3 pl | καλλιεργούσαν(ε) | καλλιεργήσησαν, καλλιεργήσαν(ε) | καλλιεργούνταν, {καλλιεργούντο} | καλλιεργήθηκαν, καλλιεργηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα καλλιεργώ ➤ | θα καλλιεργήσω ➤ | θα καλλιεργούμαι ➤ | θα καλλιεργηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καλλιεργείς, … | θα καλλιεργήσεις, … | θα καλλιεργείσαι, … | θα καλλιεργηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … καλλιεργήσει έχω, έχεις, … καλλιεργημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … καλλιεργηθεί είμαι, είσαι, … καλλιεργημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … καλλιεργήσει είχα, είχες, … καλλιεργημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … καλλιεργηθεί ήμουν, ήσουν, … καλλιεργημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … καλλιεργήσει θα έχω, θα έχεις, … καλλιεργημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … καλλιεργηθεί θα είμαι, θα είσαι, … καλλιεργημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | καλλιεργήσησε | — | καλλιεργήσου |
2 pl | καλλιεργείτε | καλλιεργήστε | καλλιεργείστε | καλλιεργηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | καλλιεργώντας ➤ | καλλιεργούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας καλλιεργήσει ➤ | καλλιεργημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | καλλιεργήσει | καλλιεργηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Further reading
- καλλιεργώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.