καθελκύω
Greek
Etymology
From Ancient Greek καθέλκω (kathélkō) + -ύω. Morphologically, καθ- + ελκύω (“drag”).
Pronunciation
- IPA(key): /ka.θelˈci.o/
- Hyphenation: κα‧θελ‧κύ‧ω
Conjugation
καθελκύω καθελκύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | καθελκύω | καθελκύσω | καθελκύομαι | καθελκυστώ2 |
2 sg | καθελκύεις | καθελκύσεις | καθελκύεσαι | καθελκυστείς |
3 sg | καθελκύει | καθελκύσει | καθελκύεται | καθελκυστεί |
1 pl | καθελκύουμε, [‑ομε] | καθελκύσουμε, [‑ομε] | καθελκυόμαστε | καθελκυστούμε |
2 pl | καθελκύετε | καθελκύσετε | καθελκύεστε, καθελκυόσαστε | καθελκυστείτε |
3 pl | καθελκύουν(ε) | καθελκύσουν(ε) | καθελκύονται | καθελκυστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | καθέλκυα1 | καθέλκυσα1 | καθελκυόμουν(α) | καθελκύστηκα2 |
2 sg | καθέλκυες | καθέλκυσες, καθείλκυσες | καθελκυόσουν(α) | καθελκύστηκες |
3 sg | καθέλκυε | καθέλκυσε, καθείλκυσε | καθελκυόταν(ε) | καθελκύστηκε |
1 pl | καθελκύαμε | καθελκύσαμε | καθελκυόμασταν, (‑όμαστε) | καθελκυστήκαμε |
2 pl | καθελκύατε | καθελκύσατε | καθελκυόσασταν, (‑όσαστε) | καθελκυστήκατε |
3 pl | καθέλκυαν, καθελκύαν(ε) | καθέλκυσαν, καθελκύσαν(ε), καθείλκυσαν | καθελκύονταν, (καθελκυόντουσαν) | καθελκύστηκαν, καθελκυστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα καθελκύω ➤ | θα καθελκύσω ➤ | θα καθελκύομαι ➤ | θα καθελκυστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καθελκύεις, … | θα καθελκύσεις, … | θα καθελκύεσαι, … | θα καθελκυστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … καθελκύσει | έχω, έχεις, … καθελκυστεί είμαι, είσαι, … καθελκυσμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … καθελκύσει | είχα, είχες, … καθελκυστεί ήμουν, ήσουν, … καθελκυσμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … καθελκύσει | θα έχω, θα έχεις, … καθελκυστεί θα είμαι, θα είσαι, … καθελκυσμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | καθέλκυε | καθέλκυσε | — | καθελκύσου |
2 pl | καθελκύετε | καθελκύστε | καθελκύεστε | καθελκυστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | καθελκύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας καθελκύσει ➤ | καθελκυσμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | καθελκύσει | καθελκυστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. For formal, older forms: imperfect {καθείλκυα}, past {καθείλκυσα}, see καθέλκω. 2. For formal, older types with -σθ- like {καθελκυσθώ}, {καθελκύσθηκα}, see καθέλκω. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- καθέλκυση f (kathélkysi, “launching”) (shipping)
- καθελκυσμός m (kathelkysmós, “launching”) (shipping)
- And see at έλκω
References
- καθελκύω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.