θυμιατίζω
Greek
Verb
θυμιατίζω • (thymiatízo) (past θυμιάτισα, passive θυμιατίζομαι)
Conjugation
θυμιατίζω θυμιατίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | θυμιατίζω | θυμιατίσω | θυμιατίζομαι | θυμιατιστώ |
2 sg | θυμιατίζεις | θυμιατίσεις | θυμιατίζεσαι | θυμιατιστείς |
3 sg | θυμιατίζει | θυμιατίσει | θυμιατίζεται | θυμιατιστεί |
1 pl | θυμιατίζουμε, [‑ομε] | θυμιατίσουμε, [‑ομε] | θυμιατιζόμαστε | θυμιατιστούμε |
2 pl | θυμιατίζετε | θυμιατίσετε | θυμιατίζεστε, θυμιατιζόσαστε | θυμιατιστείτε |
3 pl | θυμιατίζουν(ε) | θυμιατίσουν(ε) | θυμιατίζονται | θυμιατιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | θυμιάτιζα | θυμιάτισα | θυμιατιζόμουν(α) | θυμιατίστηκα |
2 sg | θυμιάτιζες | θυμιάτισες | θυμιατιζόσουν(α) | θυμιατίστηκες |
3 sg | θυμιάτιζε | θυμιάτισε | θυμιατιζόταν(ε) | θυμιατίστηκε |
1 pl | θυμιατίζαμε | θυμιατίσαμε | θυμιατιζόμασταν, (‑όμαστε) | θυμιατιστήκαμε |
2 pl | θυμιατίζατε | θυμιατίσατε | θυμιατιζόσασταν, (‑όσαστε) | θυμιατιστήκατε |
3 pl | θυμιάτιζαν, θυμιατίζαν(ε) | θυμιάτισαν, θυμιατίσαν(ε) | θυμιατίζονταν, (θυμιατιζόντουσαν) | θυμιατίστηκαν, θυμιατιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα θυμιατίζω ➤ | θα θυμιατίσω ➤ | θα θυμιατίζομαι ➤ | θα θυμιατιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα θυμιατίζεις, … | θα θυμιατίσεις, … | θα θυμιατίζεσαι, … | θα θυμιατιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … θυμιατίσει έχω, έχεις, … θυμιατισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … θυμιατιστεί είμαι, είσαι, … θυμιατισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … θυμιατίσει είχα, είχες, … θυμιατισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … θυμιατιστεί ήμουν, ήσουν, … θυμιατισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … θυμιατίσει θα έχω, θα έχεις, … θυμιατισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … θυμιατιστεί θα είμαι, θα είσαι, … θυμιατισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | θυμιάτιζε | θυμιάτισε | — | θυμιατίσου |
2 pl | θυμιατίζετε | θυμιατίστε | θυμιατίζεστε | θυμιατιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | θυμιατίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας θυμιατίσει ➤ | θυμιατισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | θυμιατίσει | θυμιατιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- θυμιατό n (thymiató, “incense burner, censer”)
- αθυμιάτιστος (athymiátistos, “uncensed”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.