επιχορηγώ
See also: ἐπιχορηγῶ
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /e.pi.xo.ɾiˈɣo/
- Hyphenation: ε‧πι‧χο‧ρη‧γώ
Verb
επιχορηγώ • (epichorigó) (past επιχορήγησα, passive επιχορηγούμαι, p‑past επιχορηγήθηκα, ppp επιχορηγημένος)
Conjugation
επιχορηγώ, επιχορηγούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | επιχορηγώ | επιχορηγήσω | επιχορηγούμαι | επιχορηγηθώ |
2 sg | επιχορηγείς | επιχορηγήσεις | επιχορηγείσαι | επιχορηγηθείς |
3 sg | επιχορηγεί | επιχορηγήσει | επιχορηγείται | επιχορηγηθεί |
1 pl | επιχορηγούμε | επιχορηγήσουμε, [-ομε] | επιχορηγούμαστε | επιχορηγηθούμε |
2 pl | επιχορηγείτε | επιχορηγήσετε | επιχορηγείστε | επιχορηγηθείτε |
3 pl | επιχορηγούν(ε) | επιχορηγήσουν(ε) | επιχορηγούνται | επιχορηγηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | επιχορηγούσα | επιχορήγησα | [επιχορηγούμουν(α)] | επιχορηγήθηκα |
2 sg | επιχορηγούσες | επιχορήγησες | [επιχορηγούσουν(α)] | επιχορηγήθηκες |
3 sg | επιχορηγούσε | επιχορήγησε | επιχορηγούνταν, {επιχορηγείτο} | επιχορηγήθηκε |
1 pl | επιχορηγούσαμε | επιχορηγήσαμε | επιχορηγούμασταν, (‑ούμαστε) | επιχορηγηθήκαμε |
2 pl | επιχορηγούσατε | επιχορηγήσατε | [επιχορηγούσασταν, (‑ούσαστε)] | επιχορηγηθήκατε |
3 pl | επιχορηγούσαν(ε) | επιχορήγησαν, επιχορηγήσαν(ε) | επιχορηγούνταν, {επιχορηγούντο} | επιχορηγήθηκαν, επιχορηγηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα επιχορηγώ ➤ | θα επιχορηγήσω ➤ | θα επιχορηγούμαι ➤ | θα επιχορηγηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επιχορηγείς, … | θα επιχορηγήσεις, … | θα επιχορηγείσαι, … | θα επιχορηγηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επιχορηγήσει | έχω, έχεις, … επιχορηγηθεί είμαι, είσαι, … επιχορηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επιχορηγήσει | είχα, είχες, … επιχορηγηθεί ήμουν, ήσουν, … επιχορηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επιχορηγήσει | θα έχω, θα έχεις, … επιχορηγηθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιχορηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | επιχορήγησε | — | επιχορηγήσου |
2 pl | επιχορηγείτε | επιχορηγήστε | επιχορηγείστε | επιχορηγηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | επιχορηγώντας ➤ | επιχορηγούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας επιχορηγήσει ➤ | επιχορηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | επιχορηγήσει | επιχορηγηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- επιχορήγηση f (epichorígisi)
- χορηγώ (chorigó)
- and see: χορηγός m (chorigós, “sponsor”)
Further reading
- επιχορηγώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.