επικράτεια
Greek
Etymology
Semantic loan from French état. From Ancient Greek ἐπικράτεια.
Pronunciation
- IPA(key): /epiˈkratia/
- Hyphenation: ε‧πι‧κρά‧τεια
Noun
επικράτεια • (epikráteia) f (plural επικράτειες)
Declension
declension of επικράτεια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | επικράτεια • | επικράτειες • |
genitive | επικράτειας • | επικρατειών • |
accusative | επικράτεια • | επικράτειες • |
vocative | επικράτεια • | επικράτειες • |
Synonyms
- (state): πολιτεία f (politeía)
- (taxonomy): υπερβασίλειο n (ypervasíleio) (less usual)
- (taxonomy): αυτοκρατορία f (aftokratoría) (less usual)
Coordinate terms
Taxonomic divisions
* επικράτεια • f (“domain”) | * ομοταξία • f (“class”) | * γένος • n (“genus”) |
* βασίλειο • n (“kindom”) | * τάξη • f (“order”) | * είδος • n (“species”) |
* συνομοταξία • f (“phylum”) | * οικογένεια • f (“family”) | * υποείδος • n (“subspecies”) |
Derived terms
Related terms
- see: επικρατώ (epikrató, “prevail”)
Further reading
- Επικράτεια (βιολογία) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.