εξηνταδικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /e.ksin.da.ðiˈkos/
Adjective
εξηνταδικός • (exintadikós) m (feminine εξηνταδική, neuter εξηνταδικό)
- sexagesimal
- Synonym: εξηκονταδικός (exikontadikós)
Declension
Declension of εξηνταδικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξηνταδικός • | εξηνταδική • | εξηνταδικό • | εξηνταδικοί • | εξηνταδικές • | εξηνταδικά • |
genitive | εξηνταδικού • | εξηνταδικής • | εξηνταδικού • | εξηνταδικών • | εξηνταδικών • | εξηνταδικών • |
accusative | εξηνταδικό • | εξηνταδική • | εξηνταδικό • | εξηνταδικούς • | εξηνταδικές • | εξηνταδικά • |
vocative | εξηνταδικέ • | εξηνταδική • | εξηνταδικό • | εξηνταδικοί • | εξηνταδικές • | εξηνταδικά • |
Related terms
- see: εξήντα (exínta, “sixty”)
Further reading
- Εξηνταδικό σύστημα αρίθμησης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.