ενετικός
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek Ἐνετικός (Enetikós).
Pronunciation
- IPA(key): /e.ne.tiˈkos/
- Hyphenation: ε‧νε‧τι‧κός
Adjective
ενετικός • (enetikós) m (feminine ενετική, neuter ενετικό)
Declension
Declension of ενετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενετικός • | ενετική • | ενετικό • | ενετικοί • | ενετικές • | ενετικά • |
genitive | ενετικού • | ενετικής • | ενετικού • | ενετικών • | ενετικών • | ενετικών • |
accusative | ενετικό • | ενετική • | ενετικό • | ενετικούς • | ενετικές • | ενετικά • |
vocative | ενετικέ • | ενετική • | ενετικό • | ενετικοί • | ενετικές • | ενετικά • |
Further reading
- ενετικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.