εμπειρογνώμων
Greek
Declension
Declension of εμπειρογνώμων
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμον • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονα • |
genitive | εμπειρογνώμονος • | εμπειρογνώμονος • | εμπειρογνώμονος • | εμπειρογνωμόνων • | εμπειρογνωμόνων • | εμπειρογνωμόνων • |
accusative | εμπειρογνώμονα • | εμπειρογνώμονα • | εμπειρογνώμον • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονα • |
vocative | εμπειρογνώμων • / εμπειρογνώμονα • | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμον • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονα • |
Declension
declension of εμπειρογνώμων
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμονες • |
genitive | εμπειρογνώμονος • | εμπειρογνωμόνων • |
accusative | εμπειρογνώμονα • | εμπειρογνώμονες • |
vocative | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμονες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.