εμπειρισμός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /em.bi.ɾiˈzmos/
- Hyphenation: ε‧μπει‧ρι‧σμός
Noun
εμπειρισμός • (empeirismós) m (plural εμπειρισμοί)
- deciding or acting based on one's experience, not theoretical knowledge (sometimes derogatory)
- (philosophy) empiricism
Declension
declension of εμπειρισμός
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | εμπειρισμός • | εμπειρισμοί • | |
genitive | εμπειρισμού • | εμπειρισμών • | |
accusative | εμπειρισμό • | εμπειρισμούς • | |
vocative | εμπειρισμέ • | εμπειρισμοί • | |
Usuarlly in the singular. |
Synonyms
- εμπειριαρχία f (empeiriarchía)
- εμπειριοκρατία f (empeiriokratía)
Related terms
- εμπειρία (empeiría, “experience”)
- εμπειριαρχία f (empeiriarchía)
- εμπειρικός (empeirikós)
- εμπειριοκρατία f (empeiriokratía)
- εμπειριστής (empeiristís)
and see: έμπειρος (émpeiros, “experienced”)
Further reading
- εμπειρισμός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.