έμπειρος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἔμπειρος (émpeiros).
Declension
Declension of έμπειρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έμπειρος • | έμπειρη • | έμπειρο • | έμπειροι • | έμπειρες • | έμπειρα • |
genitive | έμπειρου • | έμπειρης • | έμπειρου • | έμπειρων • | έμπειρων • | έμπειρων • |
accusative | έμπειρο • | έμπειρη • | έμπειρο • | έμπειρους • | έμπειρες • | έμπειρα • |
vocative | έμπειρε • | έμπειρη • | έμπειρο • | έμπειροι • | έμπειρες • | έμπειρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έμπειρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έμπειρος, etc.) |
Related terms
- εμπειρία f (empeiría, “experience”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.