εισπράκτορας
Greek
Noun
εισπράκτορας • (eispráktoras) m or f (plural εισπράκτορες)
- (transport) ticket collector (UK), guard (UK)
- (transport) ticket inspector (US), conductor (US)
Declension
declension of εισπράκτορας
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | εισπράκτορας • | εισπράκτορες • | |
genitive | εισπράκτορα • | εισπρακτόρων • | |
accusative | εισπράκτορα • | εισπράκτορες • | |
vocative | εισπράκτορα • | εισπράκτορες • | |
Female genitive singular: εισπράκτορος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.