εισπνέω
See also: εἰσπνέω
Greek
Etymology
From Ancient Greek εἰσπνέω.
Pronunciation
- IPA(key): /isˈpne.o/
- Hyphenation: ει‧σπνέ‧ω
- Old Hyphenation: εισ‧πνέ‧ω
Conjugation
εισπνέω εισπνέομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εισπνέω | εισπνεύσω | εισπνέομαι | εισπνευστώ, εισπνευσθώ1 |
2 sg | εισπνέεις | εισπνεύσεις | εισπνέεσαι | εισπνευστείς, εισπνευσθείς |
3 sg | εισπνέει | εισπνεύσει | εισπνέεται | εισπνευστεί, εισπνευσθεί |
1 pl | εισπνέουμε, [‑ομε] | εισπνεύσουμε, [‑ομε] | εισπνεόμαστε | εισπνευστούμε, εισπνευσθούμε |
2 pl | εισπνέετε | εισπνεύσετε | εισπνέεστε, εισπνεόσαστε | εισπνευστείτε, εισπνευσθείτε |
3 pl | εισπνέουν(ε) | εισπνεύσουν(ε) | εισπνέονται | εισπνευστούν(ε), εισπνευσθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εισέπνεα | εισέπνευσα | εισπνεόμουν(α) | εισπνεύστηκα, εισπνεύσθηκα1 |
2 sg | εισέπνεες | εισέπνευσες | εισπνεόσουν(α) | εισπνεύστηκες, εισπνεύσθηκες |
3 sg | εισέπνεε | εισέπνευσε | εισπνεόταν(ε) | εισπνεύστηκε, εισπνεύσθηκε |
1 pl | εισπνέαμε | εισπνεύσαμε | εισπνεόμασταν, (‑όμαστε) | εισπνευστήκαμε, εισπνευσθήκαμε |
2 pl | εισπνέατε | εισπνεύσατε | εισπνεόσασταν, (‑όσαστε) | εισπνευστήκατε, εισπνευσθήκατε |
3 pl | εισέπνεαν, εισπνέαν(ε) | εισέπνευσαν, εισπνεύσαν(ε) | εισπνέονταν, (εισπνεόντουσαν) | εισπνεύστηκαν, εισπνευστήκαν(ε), εισπνεύσθηκαν, εισπνευσθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εισπνέω ➤ | θα εισπνεύσω ➤ | θα εισπνέομαι ➤ | θα εισπνευστώ / εισπνευσθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εισπνέεις, … | θα εισπνεύσεις, … | θα εισπνέεσαι, … | θα εισπνευστείς / εισπνευσθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εισπνεύσει | έχω, έχεις, … εισπνευστεί / εισπνευσθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εισπνεύσει | είχα, είχες, … εισπνευστεί / εισπνευσθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εισπνεύσει | θα έχω, θα έχεις, … εισπνευστεί / εισπνευσθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | (είσπνεε) | είσπνευσε | — | εισπνεύσου |
2 pl | εισπνέετε | εισπνεύστε | εισπνέεστε | εισπνευστείτε, εισπνευσθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εισπνέοντας ➤ | εισπνεόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εισπνεύσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | εισπνεύσει | εισπνευστεί, εισπνευσθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. In the passive -στ may become -σθ- in formal speech (eg εισπνεύστηκα → εισπνεύσθηκα) • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Antonyms
- εκπνέω (ekpnéo, “exhale”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.