διορθώνω

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /ði̯oɾˈθo.no/, /ðʝoɾˈθo.no/
  • Hyphenation: δι‧ορ‧θώ‧νω

Verb

διορθώνω • (diorthóno) (past διόρθωσα, passive διορθώνομαι, ppast διορθώθηκα, ppp διορθωμένος)

  1. to fix, correct
    διορθώνω δοκίμιαdiorthóno dokímiaproof read

Conjugation

  • διόρθωμα n (diórthoma, repair, correction)
  • διορθώσεις f pl (diorthóseis)
  • διόρθωση f (diórthosi, correction, proof-reading)
  • διορθώσιμος (diorthósimos)
  • διορθωσούλα f (diorthosoúla) (diminutive)
  • διορθωτής m (diorthotís, proofreader)
  • διορθωτικά (diorthotiká, correctively)
  • διορθωτικό n (diorthotikó)
  • διορθωτικός (diorthotikós, corrective, correction, adjective)
  • διορθώτρια f (diorthótria, proofreader)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.