διορίζω
Greek
Conjugation
διορίζω διορίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διορίζω | διορίσω | διορίζομαι | διοριστώ |
2 sg | διορίζεις | διορίσεις | διορίζεσαι | διοριστείς |
3 sg | διορίζει | διορίσει | διορίζεται | διοριστεί |
1 pl | διορίζουμε, [‑ομε] | διορίσουμε, [‑ομε] | διοριζόμαστε | διοριστούμε |
2 pl | διορίζετε | διορίσετε | διορίζεστε, διοριζόσαστε | διοριστείτε |
3 pl | διορίζουν(ε) | διορίσουν(ε) | διορίζονται | διοριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διόριζα | διόρισα | διοριζόμουν(α) | διορίστηκα |
2 sg | διόριζες | διόρισες | διοριζόσουν(α) | διορίστηκες |
3 sg | διόριζε | διόρισε | διοριζόταν(ε) | διορίστηκε |
1 pl | διορίζαμε | διορίσαμε | διοριζόμασταν, (‑όμαστε) | διοριστήκαμε |
2 pl | διορίζατε | διορίσατε | διοριζόσασταν, (‑όσαστε) | διοριστήκατε |
3 pl | διόριζαν, διορίζαν(ε) | διόρισαν, διορίσαν(ε) | διορίζονταν, (διοριζόντουσαν) | διορίστηκαν, διοριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διορίζω ➤ | θα διορίσω ➤ | θα διορίζομαι ➤ | θα διοριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διορίζεις, … | θα διορίσεις, … | θα διορίζεσαι, … | θα διοριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διορίσει έχω, έχεις, … διορισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διοριστεί είμαι, είσαι, … διορισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διορίσει είχα, είχες, … διορισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διοριστεί ήμουν, ήσουν, … διορισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διορίσει θα έχω, θα έχεις, … διορισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διοριστεί θα είμαι, θα είσαι, … διορισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διόριζε | διόρισε | — | διορίσου |
2 pl | διορίζετε | διορίστε | διορίζεστε | διοριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διορίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διορίσει ➤ | διορισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διορίσει | διοριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.