διοξείδιο του άνθρακα
Greek
Noun
διοξείδιο του άνθρακα • (dioxeídio tou ánthraka) n (uncountable)
- (chemistry) carbon dioxide
- Οι ιδιότητες του διοξειδίου του άνθρακα …
- Oi idiótites tou dioxeidíou tou ánthraka …
- The properties of carbon dioxide …
Further reading
- διοξείδιο του άνθρακα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.