διοξείδιο
Greek
Alternative forms
- διοξίδιο (dioxídio)
Declension
declension of διοξείδιο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | διοξείδιο • | διοξείδια • |
genitive | διοξειδίου •, διοξείδιου • | διοξειδίων • |
accusative | διοξείδιο • | διοξείδια • |
vocative | διοξείδιο • | διοξείδια • |
Related terms
- διοξείδιο του άνθρακα n (dioxeídio tou ánthraka, “carbon dioxide”)
See also
- οξυγόνο n (oxygóno, “oxygen”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.