δικαιώνω
Greek
Etymology
From Ancient Greek δικαιόω (dikaióō).
Conjugation
δικαιώνω δικαιώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δικαιώνω | δικαιώσω | δικαιώνομαι | δικαιωθώ |
2 sg | δικαιώνεις | δικαιώσεις | δικαιώνεσαι | δικαιωθείς |
3 sg | δικαιώνει | δικαιώσει | δικαιώνεται | δικαιωθεί |
1 pl | δικαιώνουμε, [‑ομε] | δικαιώσουμε, [‑ομε] | δικαιωνόμαστε | δικαιωθούμε |
2 pl | δικαιώνετε | δικαιώσετε | δικαιώνεστε, δικαιωνόσαστε | δικαιωθείτε |
3 pl | δικαιώνουν(ε) | δικαιώσουν(ε) | δικαιώνονται | δικαιωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δικαίωνα | δικαίωσα | δικαιωνόμουν(α) | δικαιώθηκα |
2 sg | δικαίωνες | δικαίωσες | δικαιωνόσουν(α) | δικαιώθηκες |
3 sg | δικαίωνε | δικαίωσε | δικαιωνόταν(ε) | δικαιώθηκε |
1 pl | δικαιώναμε | δικαιώσαμε | δικαιωνόμασταν, (‑όμαστε) | δικαιωθήκαμε |
2 pl | δικαιώνατε | δικαιώσατε | δικαιωνόσασταν, (‑όσαστε) | δικαιωθήκατε |
3 pl | δικαίωναν, δικαιώναν(ε) | δικαίωσαν, δικαιώσαν(ε) | δικαιώνονταν, (δικαιωνόντουσαν) | δικαιώθηκαν, δικαιωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δικαιώνω ➤ | θα δικαιώσω ➤ | θα δικαιώνομαι ➤ | θα δικαιωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δικαιώνεις, … | θα δικαιώσεις, … | θα δικαιώνεσαι, … | θα δικαιωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δικαιώσει έχω, έχεις, … δικαιωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δικαιωθεί είμαι, είσαι, … δικαιωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δικαιώσει είχα, είχες, … δικαιωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δικαιωθεί ήμουν, ήσουν, … δικαιωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δικαιώσει θα έχω, θα έχεις, … δικαιωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δικαιωθεί θα είμαι, θα είσαι, … δικαιωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δικαίωνε | δικαίωσε | — | δικαιώσου |
2 pl | δικαιώνετε | δικαιώστε, δικαιώσετε | δικαιώνεστε | δικαιωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δικαιώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δικαιώσει ➤ | δικαιωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δικαιώσει | δικαιωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: δίκη f (díki, “trial”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.