διεθνής
See also: Διεθνής
Greek
Etymology
From δι- from δια- (di- from dia-) + έθν(ος) (éthn(os), “nation”) + -ής (-ís). Calque of French international.
Pronunciation
- IPA(key): /ði̯eˈθnis/, /ðʝeˈθnis/
- Hyphenation: δι‧ε‧θνής
- Hyphenation: διε‧θνής
Declension
Declension of διεθνής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διεθνής • | διεθνής • | διεθνές • | διεθνείς • | διεθνείς • | διεθνή • |
genitive | διεθνούς • | διεθνούς • | διεθνούς • | διεθνών • | διεθνών • | διεθνών • |
accusative | διεθνή • | διεθνή • | διεθνές • | διεθνείς • | διεθνείς • | διεθνή • |
vocative | διεθνή • / διεθνής • | διεθνής • | διεθνές • | διεθνείς • | διεθνείς • | διεθνή • |
notes | Vocative singular: διεθνή (or rare διεθνής). Vocative plural: διεθνείς. Comparison degrees are spurious. |
Derived terms
- διεθνές δίκαιο n (diethnés díkaio, “international law”)
- Διεθνές Δικαστήριο n (Diethnés Dikastírio, “International Court”)
- διεθνές δίπλωμα οδήγησης n (diethnés díploma odígisis, “international driver's license”)
- διεθνές κύρος n (diethnés kýros, “of standards recognised internationally”)
- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο n (Diethnés Nomismatikó Tameío, “International Monetary Fund”)
- Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο n (Diethnés Fonitikó Alfávito, “International Phonetic Alphabet”)
- διεθνή στενά n pl (diethní stená, “international straits”)
- διεθνή ύδατα n pl (diethní ýdata, “international waters”)
- διεθνές Σύστημα Μονάδων n (diethnés Sýstima Monádon, “International System of Units”)
- Διεθνής Αμνηστία f (Diethnís Amnistía, “Amnesty International”)
- Διεθνής Διαστημικός Σταθμός m (Diethnís Diastimikós Stathmós, “International Space Station”)
- διεθνής κοινότητα f (diethnís koinótita, “international community”)
- Διεθνής Οργανισμός n (Diethnís Organismós, “International Organization”)
- διεθνής τύπος m (diethnís týpos, “international press”)
- Διεθνής f (Diethnís, “the International (Second, Third); the Internationale”)
- διεθνούς φήμης n (diethnoús fímis, “world-renowned”)
Related terms
- αποδιεθνοποίηση f (apodiethnopoíisi, “de-internationalisation”)
- αποδιεθνοποιώ (apodiethnopoió, “de-internationalise”)
- διεθνικός (diethnikós, “binational, transnational”)
- διεθνισμός m (diethnismós, “internationalism”)
- διεθνιστής m (diethnistís, “internationalist”)
- διεθνίστρια f (diethnístria, “internationalist”)
- διεθνιστικός (diethnistikós, “internationalist”, adjective)
- διεθνολογία f (diethnología, “study of international law/relations”)
- διεθνολόγος m (diethnológos, “international lawyer”)
- διεθνοποίηση f (diethnopoíisi, “internationalisation”)
- διεθνοποιώ (diethnopoió, “internationalise”)
- διεθνώς (diethnós, “internationally”, adverb)
Noun
διεθνής • (diethnís) m or f (plural διεθνείς)
- (sports) international, international player (who has been a member of a national team)
Declension
declension of διεθνής
Further reading
- διεθνής - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.