διαχειρίζομαι
Greek
Etymology
From Ancient Greek διαχειρίζομαι.
Pronunciation
- IPA(key): /ðia.çiˈɾi.zo.me/
- Hyphenation: δι‧α‧χει‧ρί‧ζο‧μαι
Verb
διαχειρίζομαι • (diacheirízomai) deponent (past διαχειρίστηκα/διαχειρίσθηκα)
- to manage, handle (direct or be in charge of)
- διαχειρίζομαι την πολυκατοικία ― diacheirízomai tin polykatoikía ― to manage an apartment (financial affairs for common utilities, etc)
- διαχειρίζομαι τα οικονομικά του κράτους ― diacheirízomai ta oikonomiká tou krátous ― to manage the finances of the state
Conjugation
διαχειρίζομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | διαχειρίζομαι | διαχειριστώ, διαχειρισθώ |
2 sg | διαχειρίζεσαι | διαχειριστείς, διαχειρισθείς |
3 sg | διαχειρίζεται | διαχειριστεί, διαχειρισθεί |
1 pl | διαχειριζόμαστε | διαχειριστούμε, διαχειρισθούμε |
2 pl | διαχειρίζεστε, διαχειριζόσαστε | διαχειριστείτε, διαχειρισθείτε |
3 pl | διαχειρίζονται | διαχειριστούν(ε), διαχειρισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | διαχειριζόμουν(α) | διαχειρίστηκα, διαχειρίσθηκα |
2 sg | διαχειριζόσουν(α) | διαχειρίστηκες, διαχειρίσθηκες |
3 sg | διαχειριζόταν(ε) | διαχειρίστηκε, διαχειρίσθηκε |
1 pl | διαχειριζόμασταν, (‑όμαστε) | διαχειριστήκαμε, διαχειρισθήκαμε |
2 pl | διαχειριζόσασταν, (‑όσαστε) | διαχειριστήκατε, διαχειρισθήκατε |
3 pl | διαχειρίζονταν, (διαχειριζόντουσαν) | διαχειρίστηκαν, διαχειριστήκαν(ε), διαχειρίσθηκαν, διαχειρισθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα διαχειρίζομαι ➤ | θα διαχειριστώ / διαχειρισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαχειρίζεσαι, … | θα διαχειριστείς / διαχειρισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαχειριστεί / διαχειρισθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαχειριστεί / διαχειρισθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαχειριστεί / διαχειρισθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διαχειρίσου |
2 pl | διαχειρίζεστε | διαχειριστείτε, διαχειρισθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | διαχειριστεί, διαχειρισθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
- διαχείριση f (diacheírisi, “managing”)
- διαχειριστής m (diacheiristís, “administrator, manager”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.