διαχείριση
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek διαχείρισις (diakheírisis) with -ση (-si) ending.[1]
Noun
διαχείριση • (diacheírisi) f (plural διαχειρίσεις)
- management
- Near-synonyms: διοίκηση f (dioíkisi), μάνατζμεντ n (mánatzment)
Declension
declension of διαχείριση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | διαχείριση • | διαχειρίσεις • | |
genitive | διαχείρισης • | διαχειρίσεων • | |
accusative | διαχείριση • | διαχειρίσεις • | |
vocative | διαχείριση • | διαχειρίσεις • | |
Older or formal genitive singular: διαχειρίσεως • |
Related terms
- διαχειρίζομαι (diacheirízomai)
References
- διαχείριση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
Further reading
- διαχείριση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.