διαμείβομαι
Greek
Etymology
Learnedly, from Hellenistic Koine Greek διαμείβομαι (diameíbomai, “give back in return”), from Ancient Greek διαμείβω (diameíbō, “exchange”).[1] By surface analysis, δι- (δια-) (“inter-”) + αμείβομαι (ameívomai, “I am paid, recompensed”).
Pronunciation
- IPA(key): /ði.aˈmi.vo.me/
- Hyphenation: δι‧α‧μεί‧βο‧μαι
Verb
διαμείβομαι • (diameívomai) deponent (past διαμείφθηκα/διημείφθην) past tense chiefly in 3rd persons
- (formal) to be exchanged (something said during discussions)
- Δεν ξέρω τι διαμείφθηκε μεταξύ τους, αλλά φαίνεται ότι ήταν σοβαρό: δεν ξαναμίλησαν ποτέ ο ένας στον άλλον.
- Den xéro ti diameífthike metaxý tous, allá faínetai óti ítan sovaró: den xanamílisan poté o énas ston állon.
- I do not know what was exchanged between them, but it must have been serious: they never spoke to each other ever since.
Conjugation
διαμείβομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | διαμείβομαι | διαμειφθώ |
2 sg | διαμείβεσαι | διαμειφθείς |
3 sg | διαμείβεται | διαμειφθεί |
1 pl | διαμειβόμαστε | διαμειφθούμε |
2 pl | διαμείβεστε, διαμειβόσαστε | διαμειφθείτε |
3 pl | διαμείβονται | διαμειφθούν |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | διαμειβόμουν(α) | διαμείφθηκα, [{διημείφθην}]1 |
2 sg | διαμειβόσουν(α) | διαμείφθηκες, [{διημείφθης}] |
3 sg | διαμειβόταν(ε) | διαμείφθηκε, {διημείφθη} |
1 pl | διαμειβόμασταν, (‑όμαστε) | διαμειφθήκαμε, [{διημείφθημεν}] |
2 pl | διαμειβόσασταν, (‑όσαστε) | διαμειφθήκατε, [{διημείφθητε}] |
3 pl | διαμείβονταν, (διαμειβόντουσαν) | διαμείφθηκαν, {διημείφθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα διαμείβομαι ➤ | θα διαμειφθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαμείβεσαι, … | θα διαμειφθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαμειφθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαμειφθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαμειφθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | (διαμείψου) |
2 pl | διαμείβεστε | διαμειφθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | διαμειβόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | past passive: {διαμειφθείς, ‑είσα, ‑έν} perfect passive: — ➤ | |
Nonfinite form ➤ | διαμειφθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Formal past passive forms, as in the ancient aorist διημείφθην from the conjugation of διαμείβω. In Modern Greek, used chiefly in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
- see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”)
References
- διαμείβομαι - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.