διαλυτικός
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /di.a.ly.ti.kós/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /di.a.ly.tiˈkos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ði.a.ly.tiˈkos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ði.a.ly.tiˈkos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ði.a.li.tiˈkos/
Adjective
δῐᾰλῠτῐκός • (dialutikós) m (feminine δῐᾰλῠτῐκή, neuter δῐᾰλῠτῐκόν); first/second declension
- able to sever
- (medicine) relaxing
- embodying a settlement or compromise
Declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | δῐᾰλῠτῐκός dialutikós |
δῐᾰλῠτῐκή dialutikḗ |
δῐᾰλῠτῐκόν dialutikón |
δῐᾰλῠτῐκώ dialutikṓ |
δῐᾰλῠτῐκᾱ́ dialutikā́ |
δῐᾰλῠτῐκώ dialutikṓ |
δῐᾰλῠτῐκοί dialutikoí |
δῐᾰλῠτῐκαί dialutikaí |
δῐᾰλῠτῐκᾰ́ dialutiká | |||||
Genitive | δῐᾰλῠτῐκοῦ dialutikoû |
δῐᾰλῠτῐκῆς dialutikês |
δῐᾰλῠτῐκοῦ dialutikoû |
δῐᾰλῠτῐκοῖν dialutikoîn |
δῐᾰλῠτῐκαῖν dialutikaîn |
δῐᾰλῠτῐκοῖν dialutikoîn |
δῐᾰλῠτῐκῶν dialutikôn |
δῐᾰλῠτῐκῶν dialutikôn |
δῐᾰλῠτῐκῶν dialutikôn | |||||
Dative | δῐᾰλῠτῐκῷ dialutikôi |
δῐᾰλῠτῐκῇ dialutikêi |
δῐᾰλῠτῐκῷ dialutikôi |
δῐᾰλῠτῐκοῖν dialutikoîn |
δῐᾰλῠτῐκαῖν dialutikaîn |
δῐᾰλῠτῐκοῖν dialutikoîn |
δῐᾰλῠτῐκοῖς dialutikoîs |
δῐᾰλῠτῐκαῖς dialutikaîs |
δῐᾰλῠτῐκοῖς dialutikoîs | |||||
Accusative | δῐᾰλῠτῐκόν dialutikón |
δῐᾰλῠτῐκήν dialutikḗn |
δῐᾰλῠτῐκόν dialutikón |
δῐᾰλῠτῐκώ dialutikṓ |
δῐᾰλῠτῐκᾱ́ dialutikā́ |
δῐᾰλῠτῐκώ dialutikṓ |
δῐᾰλῠτῐκούς dialutikoús |
δῐᾰλῠτῐκᾱ́ς dialutikā́s |
δῐᾰλῠτῐκᾰ́ dialutiká | |||||
Vocative | δῐᾰλῠτῐκέ dialutiké |
δῐᾰλῠτῐκή dialutikḗ |
δῐᾰλῠτῐκόν dialutikón |
δῐᾰλῠτῐκώ dialutikṓ |
δῐᾰλῠτῐκᾱ́ dialutikā́ |
δῐᾰλῠτῐκώ dialutikṓ |
δῐᾰλῠτῐκοί dialutikoí |
δῐᾰλῠτῐκαί dialutikaí |
δῐᾰλῠτῐκᾰ́ dialutiká | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
δῐᾰλῠτῐκῶς dialutikôs |
δῐᾰλῠτῐκώτερος dialutikṓteros |
δῐᾰλῠτῐκώτᾰτος dialutikṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Antonyms
- (antonym(s) of “destructive”): γεννητικός (gennētikós)
Descendants
- English: dialytic
- Greek: διαλυτικός (dialytikós)
- Latin: dialyticus
Further reading
- “διαλυτικός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- διαλυτικός in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- διαλυτικός in the Diccionario Griego–Español en línea (2006–2024)
Greek
Etymology
From the Ancient Greek δῐᾰλῠτῐκός (dialutikós).
Declension
Declension of διαλυτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαλυτικός • | διαλυτική • | διαλυτικό • | διαλυτικοί • | διαλυτικές • | διαλυτικά • |
genitive | διαλυτικού • | διαλυτικής • | διαλυτικού • | διαλυτικών • | διαλυτικών • | διαλυτικών • |
accusative | διαλυτικό • | διαλυτική • | διαλυτικό • | διαλυτικούς • | διαλυτικές • | διαλυτικά • |
vocative | διαλυτικέ • | διαλυτική • | διαλυτικό • | διαλυτικοί • | διαλυτικές • | διαλυτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαλυτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαλυτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαλυτικότερος • | διαλυτικότερη • | διαλυτικότερο • | διαλυτικότεροι • | διαλυτικότερες • | διαλυτικότερα • |
genitive | διαλυτικότερου • | διαλυτικότερης • | διαλυτικότερου • | διαλυτικότερων • | διαλυτικότερων • | διαλυτικότερων • |
accusative | διαλυτικότερο • | διαλυτικότερη • | διαλυτικότερο • | διαλυτικότερους • | διαλυτικότερες • | διαλυτικότερα • |
vocative | διαλυτικότερε • | διαλυτικότερη • | διαλυτικότερο • | διαλυτικότεροι • | διαλυτικότερες • | διαλυτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαλυτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαλυτικότατος • | διαλυτικότατη • | διαλυτικότατο • | διαλυτικότατοι • | διαλυτικότατες • | διαλυτικότατα • |
genitive | διαλυτικότατου • | διαλυτικότατης • | διαλυτικότατου • | διαλυτικότατων • | διαλυτικότατων • | διαλυτικότατων • |
accusative | διαλυτικότατο • | διαλυτικότατη • | διαλυτικότατο • | διαλυτικότατους • | διαλυτικότατες • | διαλυτικότατα • |
vocative | διαλυτικότατε • | διαλυτικότατη • | διαλυτικότατο • | διαλυτικότατοι • | διαλυτικότατες • | διαλυτικότατα • |
Derived terms
- διαλυτικά (dialytiká)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.