δημοσίευση
Greek
Noun
δημοσίευση • (dimosíefsi) f (plural δημοσιεύσεις)
- publication, disclosure, communication (the act of publication)
- η δημοσίευση των αποτελεσμάτων ― i dimosíefsi ton apotelesmáton ― the publication of the scores
- publication, literature (published material)
- επιστημονικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά ― epistimonikés dimosiéfseis se periodiká ― the scientific literature in journals
Declension
declension of δημοσίευση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | δημοσίευση • | δημοσιεύσεις • | |
genitive | δημοσίευσης • | δημοσιεύσεων • | |
accusative | δημοσίευση • | δημοσιεύσεις • | |
vocative | δημοσίευση • | δημοσιεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: δημοσιεύσεως • |
Related terms
- αναδημοσίευση f (anadimosíefsi, “republication”)
- δημοσίευμα n (dimosíevma, “publication”)
- δημοσιοποίηση f (dimosiopoíisi, “disclosure, notification”)
- and see: δήμος m (dímos, “municipality, the people”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.