βουρτσίζω
Greek
Etymology
Inherited from Byzantine Greek βουρτσίζω (bourtsízō). By surface analysis, βούρτσα (voúrtsa) + -ίζω (-ízo).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /vuɾˈt͡si.zo/
- Hyphenation: βουρ‧τσί‧ζω
Verb
βουρτσίζω • (vourtsízo) (past βούρτσισα, passive βουρτσίζομαι, p‑past βουρτσίστηκα) (transitive)
- to brush (to clean with a brush)
- Βουρτσίζω τα δόντια μου. ― Vourtsízo ta dóntia mou. ― I brush my teeth.
Conjugation
βουρτσίζω βουρτσίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βουρτσίζω | βουρτσίσω | βουρτσίζομαι | βουρτσιστώ |
2 sg | βουρτσίζεις | βουρτσίσεις | βουρτσίζεσαι | βουρτσιστείς |
3 sg | βουρτσίζει | βουρτσίσει | βουρτσίζεται | βουρτσιστεί |
1 pl | βουρτσίζουμε, [‑ομε] | βουρτσίσουμε, [‑ομε] | βουρτσιζόμαστε | βουρτσιστούμε |
2 pl | βουρτσίζετε | βουρτσίσετε | βουρτσίζεστε, βουρτσιζόσαστε | βουρτσιστείτε |
3 pl | βουρτσίζουν(ε) | βουρτσίσουν(ε) | βουρτσίζονται | βουρτσιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βούρτσιζα | βούρτσισα | βουρτσιζόμουν(α) | βουρτσίστηκα |
2 sg | βούρτσιζες | βούρτσισες | βουρτσιζόσουν(α) | βουρτσίστηκες |
3 sg | βούρτσιζε | βούρτσισε | βουρτσιζόταν(ε) | βουρτσίστηκε |
1 pl | βουρτσίζαμε | βουρτσίσαμε | βουρτσιζόμασταν, (‑όμαστε) | βουρτσιστήκαμε |
2 pl | βουρτσίζατε | βουρτσίσατε | βουρτσιζόσασταν, (‑όσαστε) | βουρτσιστήκατε |
3 pl | βούρτσιζαν, βουρτσίζαν(ε) | βούρτσισαν, βουρτσίσαν(ε) | βουρτσίζονταν, (βουρτσιζόντουσαν) | βουρτσίστηκαν, βουρτσιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βουρτσίζω ➤ | θα βουρτσίσω ➤ | θα βουρτσίζομαι ➤ | θα βουρτσιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βουρτσίζεις, … | θα βουρτσίσεις, … | θα βουρτσίζεσαι, … | θα βουρτσιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βουρτσίσει έχω, έχεις, … βουρτσισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βουρτσιστεί είμαι, είσαι, … βουρτσισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βουρτσίσει είχα, είχες, … βουρτσισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βουρτσιστεί ήμουν, ήσουν, … βουρτσισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βουρτσίσει θα έχω, θα έχεις, … βουρτσισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βουρτσιστεί θα είμαι, θα είσαι, … βουρτσισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βούρτσιζε | βούρτσισε | — | βουρτσίσου |
2 pl | βουρτσίζετε | βουρτσίστε | βουρτσίζεστε | βουρτσιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βουρτσίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βουρτσίσει ➤ | βουρτσισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βουρτσίσει | βουρτσιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: βούρτσα f (voúrtsa, “brush”)
References
- βουρτσίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.