αυξάνω
See also: αὐξάνω
Greek
Alternative forms
- αυξαίνω (afxaíno) (rare)
Etymology
Learnedly, from Ancient Greek αὐξάνω (auxánō).
Pronunciation
- IPA(key): /afˈksa.no/
- Hyphenation: αυ‧ξά‧νω
Conjugation
αυξάνω αυξάνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αυξάνω | αυξήσω | αυξάνομαι | αυξηθώ |
2 sg | αυξάνεις | αυξήσεις | αυξάνεσαι | αυξηθείς |
3 sg | αυξάνει | αυξήσει | αυξάνεται | αυξηθεί |
1 pl | αυξάνουμε, [‑ομε] | αυξήσουμε, [‑ομε] | αυξανόμαστε | αυξηθούμε |
2 pl | αυξάνετε | αυξήσετε | αυξάνεστε, αυξανόσαστε | αυξηθείτε |
3 pl | αυξάνουν(ε) | αυξήσουν(ε) | αυξάνονται | αυξηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αύξαινα | αύξησα | αυξανόμουν(α) | αυξήθηκα |
2 sg | αύξαινες | αύξησες | αυξανόσουν(α) | αυξήθηκες |
3 sg | αύξαινε | αύξησε | αυξανόταν(ε) | αυξήθηκε |
1 pl | αυξάναμε | αυξήσαμε | αυξανόμασταν, (‑όμαστε) | αυξηθήκαμε |
2 pl | αυξάνατε | αυξήσατε | αυξανόσασταν, (‑όσαστε) | αυξηθήκατε |
3 pl | αύξαιναν, αυξάναν(ε) | αύξησαν, αυξήσαν(ε) | αυξάνονταν, (αυξανόντουσαν) | αυξήθηκαν, αυξηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αυξάνω ➤ | θα αυξήσω ➤ | θα αυξάνομαι ➤ | θα αυξηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αυξάνεις, … | θα αυξήσεις, … | θα αυξάνεσαι, … | θα αυξηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αυξήσει έχω, έχεις, … αυξημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αυξηθεί είμαι, είσαι, … αυξημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αυξήσει είχα, είχες, … αυξημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αυξηθεί ήμουν, ήσουν, … αυξημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αυξήσει θα έχω, θα έχεις, … αυξημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αυξηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αυξημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αύξαινε | αύξησε | — | αυξήσου |
2 pl | αυξάνετε | αυξήστε | αυξάνεστε | αυξηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | declinable: {αύξων, αύξουσα, αύξον} indeclinable: αυξάνοντας ➤ |
αυξανόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αυξήσει ➤ | αυξημένος, -η, -ο {ηυξημένος, -η, -ο} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αυξήσει | αυξηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αναύξητος (anáfxitos)
- αύξηση f (áfxisi, “growth, augment”)
- αυξητικός (afxitikós, “augmentative”, adjective)
- αυξίνη f (afxíni, “auxin”)
- αυξομειώνω (afxomeióno, “to fluctuate”)
- αυξομείωση f (afxomeíosi)
- αύξων (áfxon, “rising, growing”, active participle)
- επαυξάνω (epafxáno)
- επαύξηση f (epáfxisi)
- προσαυξάνω (prosafxáno)
- προσαύξηση f (prosáfxisi)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.