ασταμάτητος
Greek
Adjective
ασταμάτητος • (astamátitos) m (feminine ασταμάτητη, neuter ασταμάτητο)
- unstoppable, unrelenting; continuous
- Synonym: (colloquial) ασταμάτηγος (astamátigos)
Declension
Declension of ασταμάτητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασταμάτητος • | ασταμάτητη • | ασταμάτητο • | ασταμάτητοι • | ασταμάτητες • | ασταμάτητα • |
genitive | ασταμάτητου • | ασταμάτητης • | ασταμάτητου • | ασταμάτητων • | ασταμάτητων • | ασταμάτητων • |
accusative | ασταμάτητο • | ασταμάτητη • | ασταμάτητο • | ασταμάτητους • | ασταμάτητες • | ασταμάτητα • |
vocative | ασταμάτητε • | ασταμάτητη • | ασταμάτητο • | ασταμάτητοι • | ασταμάτητες • | ασταμάτητα • |
Related terms
- ασταμάτητα (astamátita, “unstoppably”, adverb) and see: σταματάω (stamatáo, “to stop”)
Further reading
- ασταμάτητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.