ασηπτικός
Greek
Adjective
ασηπτικός • (asiptikós) m (feminine ασηπτική, neuter ασηπτικό)
Declension
Declension of ασηπτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασηπτικός • | ασηπτική • | ασηπτικό • | ασηπτικοί • | ασηπτικές • | ασηπτικά • |
genitive | ασηπτικού • | ασηπτικής • | ασηπτικού • | ασηπτικών • | ασηπτικών • | ασηπτικών • |
accusative | ασηπτικό • | ασηπτική • | ασηπτικό • | ασηπτικούς • | ασηπτικές • | ασηπτικά • |
vocative | ασηπτικέ • | ασηπτική • | ασηπτικό • | ασηπτικοί • | ασηπτικές • | ασηπτικά • |
Related terms
- see: ασηψία f (asipsía, “asepsis”)
Further reading
- ασηπτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.