άσηπτος
Greek
Adjective
άσηπτος • (ásiptos) m (feminine άσηπτη, neuter άσηπτος)
Declension
Declension of άσηπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσηπτος • | άσηπτη • | άσηπτο • | άσηπτοι • | άσηπτες • | άσηπτα • |
genitive | άσηπτου • | άσηπτης • | άσηπτου • | άσηπτων • | άσηπτων • | άσηπτων • |
accusative | άσηπτο • | άσηπτη • | άσηπτο • | άσηπτους • | άσηπτες • | άσηπτα • |
vocative | άσηπτε • | άσηπτη • | άσηπτο • | άσηπτοι • | άσηπτες • | άσηπτα • |
Related terms
- see: ασηψία f (asipsía, “asepsis”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.