αρχιτεκτόνημα
Greek
Declension
declension of αρχιτεκτόνημα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αρχιτεκτόνημα • | αρχιτεκτονήματα • |
genitive | αρχιτεκτονήματος • | αρχιτεκτονημάτων • |
accusative | αρχιτεκτόνημα • | αρχιτεκτονήματα • |
vocative | αρχιτεκτόνημα • | αρχιτεκτονήματα • |
Related terms
- see: αρχιτέκτονας m (architéktonas, “architect”)
Further reading
- αρχιτεκτόνημα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.