αρχιτέκτονας
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀρχιτέκτων (arkhitéktōn, “master builder”), from ἀρχι- (arkhi-, “chief”) + τέκτων (téktōn, “builder”).
Noun
αρχιτέκτονας • (architéktonas) m or f (plural αρχιτέκτονες, feminine αρχιτεκτόνισσα)
- architect, designer (of buildings)
- (figuratively) strategist, planner
Declension
declension of αρχιτέκτονας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αρχιτέκτονας • | αρχιτέκτονες • |
genitive | αρχιτέκτονα • | αρχιτεκτόνων • |
accusative | αρχιτέκτονα • | αρχιτέκτονες • |
vocative | αρχιτέκτονα • | αρχιτέκτονες • |
Related terms
- αρχιτεκτόνημα n (architektónima, “architect's work”)
- αρχιτεκτονική f (architektonikí, “architecture”)
- αρχιτεκτονικός (architektonikós, “architectural”, adjective)
Further reading
- αρχιτεκτονική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρχιτέκτονας - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.