απόσπασμα
Greek
Noun
απόσπασμα • (apóspasma) n (plural αποσπάσματα)
Declension
declension of απόσπασμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | απόσπασμα • | αποσπάσματα • |
genitive | αποσπάσματος • | αποσπασμάτων • |
accusative | απόσπασμα • | αποσπάσματα • |
vocative | απόσπασμα • | αποσπάσματα • |
Related terms
- απόσπαση f (apóspasi, “detachment, separation”, adjective)
- αποσπασματάρχης m (apospasmatárchis, “squad commander”)
- αποσπασματικός (apospasmatikós, “fragmentary”)
- εκτελεστικό απόσπασμα n (ektelestikó apóspasma, “firing squad”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.